«Όλα έχουν παιχθεί προτού γίνουμε δώδεκα χρονών»
Σαρλς Πεγκί- Γάλλος δοκιμιογράφος και ποιητής
Όταν ήμουνα παιδί, παιχνίδια πολλά δεν είχα (μπορεί να μην είχα και κανένα…δε θυμάμαι…) και τότε, εκείνα τα βαρετά καλοκαιριάτικα μεσημέρια, που οι παρέες είχαν αποσυρθεί από τις αλάνες και τους χωματένιους δρόμους, περιμένοντας να γείρει ο καυτός ήλιος για να ξανασκαρίσουν, έπαιζα με … τα κουμπιά.
Στη «σάλα» του παλιού μας σπιτιού, ήτανε ένα χτισμένο παράθυρο και η μάνα μου χρησιμοποιούσε το κούφωμά του ως ντουλάπα. Έβαζε εκεί μέσα, όμορφα, τακτοποιημένα, καθαρά και σιδερωμένα, διάφορα ρούχα, αλλά και ό,τι άλλο έπρεπε να αποθηκευτεί. Μπροστά από το παράθυρο- ντουλάπα, κρέμαγε, σαν κουρτίνα, ένα λεπτό, άσπρο, καλοπλυμένο σεντονάκι και όλα ήτανε σοφά τακτοποιημένα και όμορφα μέσα σ’ αυτό το ταπεινό σπίτι που όλα του λείπανε αλλά και όλα τα είχε.
Εκεί, λοιπόν, ανάμεσα στα υπόλοιπα αποθηκευμένα πράγματα, ήτανε και ένα μεγάλο στράτσινο κουτί από κάποιο παλιό πουκάμισο κι εκεί μέσα η μάνα μου έβαζε κουμπιά. Κουμπιά διαφόρων μεγεθών (μικρά, πολύ μικρά, μεσαία, μεγάλα…) και διαφόρων χρωμάτων (άσπρα, κόκκινα, μπλέ, πράσινα, κίτρινα...), άλλα «κοκάλινα» και άλλα μεταλλικά σε χρυσαφί ή ασημί χρώμα. Μερικά κουμπιά είχανε πάνω τους διάφορα σχέδια και ζωγραφιές, ενώ κάποια άλλα ήτανε ντυμένα με φανταχτερή υφασμάτινη επικάλυψη.
Όλα αυτά τα κουμπιά ή μάνα μου, η κυρα - Παναγιώτα, (όπως όλες οι νοικοκυρές της εποχής) τα έκοβε και τα κρατούσε φυλαγμένα σε συρτάρια και κουτιά, από ρούχα που πάλιωναν, φθείρονταν και δεν μπορούσαν πια να φορεθούν. Τότε οι μανάδες οι παλιές έκοβαν με ένα ψαλίδι, ένα – ένα, τα κουμπιά και τα φύλαγαν στη θέση τους, ενώ τα ρούχα, αν ήτανε πάνινα ή μάλλινα, τα έκοβαν, πάλι με το ψαλίδι, σε μακριές και στενές λουρίδες για κουρελού ή σε πιο φαρδιές και κοντές λουρίδες για φλόκο, που τα ύφαινε όλα στον αργαλειό της η αξέχαστη, καλοσυνάτη και προκομμένη τεχνίτρα του αργαλειού η κυρα-Ντίνα η «Νικητοπουλίνα».
(Υπάρχουν ακόμα σπίτια στο Ν. Κόσμο – τουλάχιστον - που έχουν και χρησιμοποιούν τον χειμώνα κουρελούδες και φλόκους φτιαγμένους απ’ τα χέρια της κυρα-Ντίνας, εδώ και 60-70 χρόνια, ίσως και περισσότερα !!!).
Τα κουμπιά, λοιπόν, τα φύλαγαν οι σοφές μανάδες και οι γιαγιάδες των καιρών εκείνων, που τίποτα δεν πέταγαν και τίποτε δεν περιφρονούσαν, για να αλλάζουν κουμπιά σε ρούχα (παντελόνια, πουκάμισα, φανέλες κλπ) όταν κοβότανε κάποιο ή κάποια κουμπιά τους, αλλά και για να αλλάζουν όλα τα κουμπιά σε ρούχα προκειμένου να τους δώσουν έναν άλλο αέρα, μιας και η φτώχεια δεν τις άφηνε να αγοράσουν καινούρια. Τότε, το κάθε ρούχο, όπως λέγανε, «έλιωνε πάνω σου».
Άνοιγα, το λοιπόν, το κουτί με τα κουμπιά της μάνας μου και έπαιζα μαζί τους. Τώρα, πώς ακριβώς έπαιζα δεν ξέρω. Θυμάμαι, όμως, ότι ανοίγοντας το κουτί και βλέποντας τον πολύχρωμο «θησαυρό» που έκλεινε μέσα του, μου φαινότανε σαν το σεντούκι με τους θησαυρούς που θάβανε βαθιά στη γη οι πειρατές. Τα ανακάτευα, τα κουμπιά, άκουγα τον χαρακτηριστικό ήχο που βγάζανε σαν να ήτανε μια παράξενη εξωτική μουσική, τα απολάμβανα με τα μάτια μου όλα μαζί και μετά τα κοίταγα ένα-ένα σαν πολύτιμα πετράδια. Κάποιες φορές στήναμε με τα αδέρφια μου αυτοσχέδια παιχνίδια με τα κουμπιά του κουτιού, όπου ο νικητής έπαιρνε για δώρο (τι άλλο;) κουμπιά! Ήτανε, ακόμα, ένα πολύ ωραίο και διασκεδαστικό παιχνίδι που παίζαμε με τα κουμπιά: Παίρναμε ένα μεγάλο κουμπί, του περνάγαμε μια κλωστή από δυο αντικριστές τρύπες, δέναμε τις άκρες της κλωστής μεταξύ τους αφήνοντας ένα μήκος, πιάναμε άκρες της κλωστής, μια σε κάθε χέρι, και στριφογυρίζαμε το κουμπί, να πάρει μερικές στροφές μαζί με την κλωστή. Η κλωστή στριβότανε και ύστερα, τραβώντας μαλακά τις άκρες της στριμμένης κλωστής, το κουμπί γύριζε σαν σβούρα αφήνοντας ένα βουητό. Με λίγη εξάσκηση κάναμε το κουμπί να στριφογυρίζει διαρκώς επί αρκετήν ώρα.
Όταν πέρναγε η ώρα και οι δρόμοι και οι αλάνες άρχιζαν να γεμίζουν και πάλι από το παιδομάνι της γειτονιάς, έκλεινα προσεχτικά το κουτί, το έβαζα στη θέση του και έτρεχα για να συναντήσω τους φίλους, που είχαν αρχίσει το ποδόσφαιρο, την «τσουμάκα-τσουλίκα», τις αμάδες, τον κουτσονήλιο, τις γουβίτσες, το κρυφοκούτι, την τσοκαρία, τους «κλέφτες κι αστυνόμους» και όλα εκείνα τα παλιά παιχνίδια που πια έχουν γίνει ανάμνηση.
Σήμερα, στην εποχή της αφθονίας και της ανίας, τα παιχνίδια έχουν χάσει το νόημα και τη χαρά τους για τα παιδιά, τα οποία αποχαυνώνονται στο κινητό. Τότε το κάθε απλό πραγματάκι, ακόμα και ένα κουτί με κουμπιά, γινότανε παιχνίδι, ζωντανεμένο από τη φαντασία των παιδιών.
Όλα τούτα τα θυμήθηκα όταν βρέθηκα στο παλιό κατάστημα - Ψιλικατζίδικο ΜΕΡΕΚΟΥΛΙΑ-ΧΟΥΛΗ, Ευαγγελιστρίας 55 - κεντρική πλατεία, το οποίο εξακολουθεί να εξυπηρετεί άριστα τους Σπαρτιάτες που ξέρουν τι θέλουν αλλά και πώς να το αποκτήσουν, στην καλύτερη ποιότητα και στις φθηνότερες τιμές. Ένα κατάστημα θρύλος, με ιστορία 67 χρόνων (από το 1958) που συνεχίζει ΚΑΙ σήμερα στα χέρια της 3ης γενιάς, πάντα με αίσθημα ευθύνης απέναντι στην ιστορία του και στους ανθρώπους που το δούλεψαν, στους ανθρώπους που το γνώρισαν και συνεχίζουν να το εκτιμούν έως ΚΑΙ σήμερα.
Πολλά από τα παλιά είδη του «ΨΙΛΙΚΑΤΖΙΔΙΚΟΥ ΜΕΡΕΚΟΥΛΙΑ-ΧΟΥΛΗ» έχουν πλέον αποσυρθεί μιας και δεν τα ζητά πλέον η εποχή. Κάποια, όμως, εξακολουθούν να υπάρχουν στο κατάστημα, μέσα ή πάνω σε προθήκες, πάγκους και συρτάρια. Ένα απ’ αυτά τα είδη που επιβιώνουν είναι και τα κουμπιά, τα οποία (όσο κι αν φαίνεται παράξενο) εξακολουθούν να τα ζητούν κάποιοι πελάτες, παρ’ όλο που η εποχή μας είναι της λογικής πως ένα ρούχο (ακόμα και καινούριο) πετιέται όταν το βαρεθείς και που όταν κοπεί κανένα κουμπί από ρούχο (ακούω) πως δεν ξέρει, πλέον, κανείς και καμιά να το ράψει σωστά ή να το αντικαταστήσει!!!
Δεκάδες κουτάκια με κουμπιά, στο «ΨΙΛΙΚΑΤΖΙΔΙΚΟ ΜΕΡΕΚΟΥΛΙΑ-ΧΟΥΛΗ» αραδιασμένα με τάξη σ’ έναν όμορφο και πολύχρωμο εξωτικό πύργο, περιμένουν κάποιον να τους δείξει ενδιαφέρον και ν’ ανοίξει το σκοτεινό συρτάρι τους για να διαλέξει τα κουμπιά που θέλει. Κάθε ένα από τα κουτιά αυτά έχει απ’ έξω του, «ραμμένα», δείγματα από τα κουμπιά του περιεχομένου του, για να τα βλέπει ο πελάτης και να επιλέγει.
Βλέπεις, κάποτε, τα ρούχα δεν ήταν «ετοιματζίδικα», όπως σήμερα. Τότε τα ρούχα ήτανε χειροποίητα από τους ραφτάδες και τις μοδίστρες, που όταν έφθαναν στο τέλος του ραψίματος έστελναν τον πελάτη ή την πελάτισσα στο ψιλικατζίδικο για να διαλέξει τα κουμπιά τα οποία ταίριαζαν στο χρώμα και στο είδος του ρούχου. Το ίδιο γινότανε και όταν οι ράφτες και οι μοδίστρες έκαναν μεταποιήσεις των ρούχων, όπου και πάλι μια καινούρια σειρά κουμπιών έδινε άλλον αέρα στο μεταποιημένο ρούχο.
Χάζεψα αυτόν τον πύργο με τα κουμπιά στο «ΨΙΛΙΚΑΤΖΙΔΙΚΟ ΜΕΡΕΚΟΥΛΙΑ-ΧΟΥΛΗ», και γύρισα πίσω στο χρόνο και ξανάγινα παιδί και άνοιξα το στράτσινο κουτί με τα κουμπιά της μάνας μου κι έπαιξα μαζί τους, ύστερα από τόσα χρόνια, κι αναγάλλιασε η ψυχή μου και ζωντάνεψε και η μάνα μου και ήρθε στο πλάι μου και μου χαμογέλασε. Γιατί αυτό σημαίνει μαγαζί με ψυχή. Να μπαίνεις μέσα του και να ζωντανεύει η ζωή και η ιστορία των ανθρώπων και της πόλης και να ξέρεις πως τούτη η πόλη από κάπου έρχεται και κάπου πηγαίνει και ΠΡΕΠΕΙ, σ’ αυτό το μεγάλο ταξίδι, να έχει μαζί της, σαν πολύτιμη αποσκευή, κάποια πράγματα από τα παλιά που αξίζουν και που χωρίς αυτά δεν θα ξέρει πού πηγαίνει και που όταν κάποια στιγμή, χωρίς αυτά μαζί της, κοιταχτεί στον καθρέφτη, θα τρομάξει από το «τέρας» που θα αντικρύσει!!!
Ένα απ’ αυτά τα πράγματα είναι και το «ΨΙΛΙΚΑΤΖΙΔΙΚΟ ΜΕΡΕΚΟΥΛΙΑ-ΧΟΥΛΗ».
«Το παρόν δεν ακινητοποιείται. Ένα καθαρό παρόν είναι αδιανόητο … θα ’ταν ανύπαρκτο . Το παρόν περιλαμβάνει πάντα ένα μέρος του παρελθόντος και ένα μέρος του μέλλοντος». ΜΠΟΡΧΕΣ
Σπάρτη 25-6-2025
Βαγγέλης Μητράκος