Print this page

Γράφει ο Β. Μητράκος | Ο μπόμπιρας και το κινητό

Αυγούστου 26, 2025

Ο μπόμπιρας και το κινητό.

Ο μπόμπιρας ήτανε αξιαγάπητος  και πανέξυπνος, όπως όλοι οι μπόμπιρες στα  έξι χρόνια τους. Στην πρώτη δημοτικού πήγαινε και είχε ανοίξει η γλωσσίτσα του και μου ’λεγε όλα τα συμβάντα της νέας του ζωής, εκεί που σμίξαμε στο ίδιο τραπέζι, σε μια κοινωνική συνάθροιση.

Κάποια στιγμή το ρώτησα:

-Σας λέει παραμυθάκια η κυρία;

-Όχι! Δεν μας λέει!

Σου αρέσουν τα παραμύθια;

-Ναι…πολύ.

-Να σου πώς ένα;

-Ναιαιαιαι!!!

Κι άρχισα να λέω:

«Μια φορά κι έναν καιρό, Νίκο μου, ήτανε μια κατσικούλα με εφτά όμορφα άσπρα κατσικάκια, που μένανε σ’ ένα σπιτάκι, μέσα στο πράσινο λιβάδι, εκεί στην άκρη του μεγάλου δάσους.»

-Μπαμπά δεν είχανε τα κατσικάκια; Θα είχε χωρίσει φαίνεται η μαμά τους απ’ τον μπαμπά τους, είπε ο Νικολάκης. ΄

-Δεν ξέρω Νικολάκη μου… δεν τον λέει το παραμύθι … προσπάθησα ν’ αποφύγω τον σκόπελο.

-Καλά!!! Πες μου παρακάτω…

«Όμως, μέσα στο πυκνό δάσος είχε τη φωλιά του ο λύκος!!! Και όταν είδε μια μέρα την κατσίκα με τα κατσικάκια της να βόσκουν στο λιβάδι, του άνοιξε η όρεξη».

-Όπως μου ανοίγει και μένα όταν μυρίζω τηγανητές πατάτες;

-Ναι, Νικολάκη μου…όπως σου ανοίγει και σένα η όρεξη, όταν μυρίζεσαι τηγανητές πατάτες.

-Λοιπόν, λοιπόν;

«Του άνοιξε, λοιπόν, η όρεξη του λύκου να φάει τα κατσικάκια, όμως φοβότανε την κατσίκα μην τον κουτουλήσει με τα κέρατά της.»

-Ναι… θα του ρίξει μια η κατσίκα με τα κέρατά της στον κώλο και θα του τον κάνει κόκκινο!!!

-Έτσι, Νικολάκη μου…

«Παραφύλαγε, λοιπόν, ο λύκος να δει πότε τα κατσικάκια θα μείνουν μόνα τους. Μια μέρα, η κυρία Κατσίκα είπε στα παιδάκια της:

-Κατσικάκια, κατσικάκια, ακούστε με: Αύριο το πρωί θα πάω στο χωριό για να ψωνίσω μερικά πράγματα που χρειαζόμαστε. Όσο θα λείπω,  εσείς θα κλειδώσετε την πόρτα και δεν θ’ ανοίξετε σε κανέναν, μέχρι να γυρίσω πίσω.

-Εντάξει, μανούλα!!! είπανε τα κατσικάκια.»

-Θα τους έφερνε και παγωτά, η μαμά τους; Εμένα η μαμά μου πάντα μου φέρνει ένα παγωτό όταν ψωνίζει στο σούπερ- μάρκετ, γιατί μου αρέσει!

-Φυσικά, Νικολάκη μου. Και παγωτά θα τους έφερνε …και σοκολάτες … και μπισκοτάκια…!

-Λοιπόν λοιπόν;

«Πήρε η κατσικούλα το καλάθι της για τα ψώνια στα χέρια και σε λίγο χάθηκε στην άκρη του δρόμου προς το χωριό. Τα κατσικάκια, όπως τους είπε η μαμά τους, κλείδωσαν την πόρτα, έβγαλαν τα παιχνίδια τους και άρχισαν να παίζουν. Τότε ακούστηκε ένα δυνατό χτύπημα στην πόρτα:  Τουκ-τουκ-τουκ!

Τα εφτά κατσικάκια πετάχτηκαν επάνω φοβισμένα: 

-Ποιος είναι; ρώτησαν όλα μαζί.

-Εγώ είμαι, η μανούλα σας, ακούστηκε να λέει μια χοντρή και δυνατή φωνή».

Ο μικρός Νικολάκης είχε αφοσιωθεί με όλο του το «είναι» στο παραμύθι. Τα ματάκια του, γεμάτα ζωηράδα και ενδιαφέρον, παρακολουθούσαν τα χείλη μου, τα μαγουλάκια του είχαν ροδοκοκκινίσει και λίγο σαλάκι είχε φανεί στα ακρόχειλά του.

Τότε, «μπήκε στο παραμύθι», απρόσκλητη, η μαμά του Νικολάκη:

-Νίκο, θέλεις  το κινητό;

-Ναι, το θέλω.

Του έδωσε στο χέρι ένα κινητό κι έφυγε. 

Ο Νικολάκης, άνοιξε μόνος του κάποια εφαρμογή και αφοσιώθηκε στην οθόνη. Την εξέλιξη την ήξερα … όμως δοκίμασα, μήπως και την ξεπεράσω:

-Τι λες, Νικολάκη; Ν’ ανοίξουνε τα κατσικάκια;

Τσιμουδιά ο Νικολάκης!

-Ποιος λες, Νικολάκη, να χτυπάει την πόρτα; 

Τίποτε ο Νικολάκης!!! «Φωνή βοώντος εν τη ερήμω»!!!

Δοκίμασα να συνεχίσω το παραμύθι:

«-Κατσικάκια, κατσικάκια, είμαι η μανούλα σας! Ανοίξτε μου την πόρτα!

-Όχι, όχι, δεν είσαι η μανούλα μας. Είσαι ο κακός ο λύκος! Η μανούλα μας δεν έχει τόσο χοντρή φωνή;»

Σταμάτησα! Δεν είχε νόημα να συνεχίσω. Το σώμα του Νικολάκη ήταν εκεί, δίπλα μου, όμως ο Νικολάκης έλειπε: Τα μάτια του είχαν μεγαλώσει, είχαν γίνει πυρετικά και δεν ξεκολλούσαν απ’ την οθόνη του κινητού. Του μιλούσα και δεν μ’ άκουγε. Τον άγγιζα και δεν αισθανόταν. Είχε παραδοθεί, «ψυχή τε και πνεύμα και σώματι», στην εξουσία του κινητού. 

Γεμάτος θλίψη σκέφτηκα όλα αυτά τα παιδιά, που από τα γεννοφάσκια τους μεγαλώνουν με ένα κινητό μπροστά στα μάτια τους, ένα κινητό που τους το βάζουν μπροστά τους οι ίδιοι οι γονείς, δυστυχώς, για να μένουν ήσυχα, να μην κλαίνε, να φάνε το φαγητό τους και να πιουν το γάλα τους κλπ, κλπ.

Κι ύστερα, μεγαλώνοντας, αναζητούν παντού και πάντα το κινητό. Αυτό γίνεται η μάνα, ο πατέρας, ο αδελφός, ο φίλος, η γιαγιά, ο παππούς, ο δάσκαλος κ.ο.κ. Και κάνουν παρέες τα παιδιά και αντί να συζητούν  (έτσι όπως έκαναν από πάντα τα παιδιά) το καθένα είναι απορροφημένο στο κινητό του και αντί να παίζουν έχουν χαθεί στο κινητό και αντί το αγόρι να μιλά στο κορίτσι και το κορίτσι στο αγόρι  στο όμορφο παιχνίδι της νιότης και της αγάπης, βάζουν ανάμεσά τους τα κινητά, σαν φράχτες με συρματοπλέγματα, αδιαπέραστους. Κι ακόμα, όταν απλώς περπατάνε στο δρόμο, έχουν στο χέρι το κινητό και κοιτάζουν την οθόνη, σαν σύγχρονα ζόμπι μιας επιστημονικής φαντασίας που πια όμως είναι πραγματικότητα.

Ακούγεται, μάλιστα, πως στην γνωστή σε όλους εικόνα της εξέλιξης του ανθρώπινου είδους πρόκειται να προστεθεί ένα νέο είδος homo sapiens, που θα κρατά στο χέρι … ένα κινητό.

Καημένε Νικολάκη!!! Καημένοι Νικολάκηδες!!! Σας πήραμε στο λαιμό μας!!!

 

     Σπάρτη 26-8-2025

 Βαγγέλης Μητράκος