Τα περίπτερα, εδώ και πολλές 10ετίες, αποτελούν μιαν ελληνική πολιτισμική ιδιαιτερότητα και πρωτοτυπία, ένα αναπόσπαστο και χαρακτηριστικό κομμάτι της κοινωνίας μας, που χρωματίζουν όμορφα κι αισιόδοξα την καθημερινότητά μας κι έχουν ζυμωθεί με αναμνήσεις ζωής.
Τα περίπτερα της Σπάρτης έγραψαν κι αυτά ένα μέρος της ιστορίας της πόλης και γι’ αυτό, κάθε φορά που κατεδαφίζεται ένα περίπτερο, είναι σαν να σχίζονται σελίδες από το βιβλίο της ιστορικής διαδρομής της Σπάρτης. Κι ύστερα, πώς να διαβάσεις ένα βιβλίο με σχισμένες σελίδες;
Κάποιες πόλεις προχωρούν προς τα εμπρός με σεβασμό την ιστορική τους κληρονομιά. Άλλες…
Λοιπόν, ένα ακόμα περίπτερο της Σπάρτης κατεδαφίστηκε από τον δήμο και πρόκειται να ακολουθήσουν και άλλα.
Το περίπτερο, που ξηλώθηκε εκ βάθρων, στη γωνία Παλαιολόγου και Ευαγγελιστρίας, ήταν το ιστορικό περίπτερο ΔΙΑΚΟΥΜΑΚΟΥ.
Το παλαιό περίπτερο Διακουμάκου
Πηγή φωτογραφίας: Αρχείο Ν. Τζανάκου
Η κατεδάφιση του περίπτερου ΔΙΑΚΟΥΜΑΚΟΥ
Στα 1933, ο Αντώνης Διακουμάκος του Ιωάννη, από την Τάραψα Λακωνίας, πήρε την άδεια, ως βαριά τραυματίας του Μικρασιατικού Πολέμου, να δημιουργήσει και να λειτουργήσει αυτό το περίπτερο, το οποίο το δούλεψε μαζί με τη γυναίκα του, την Ελένη Μητρούση από τη Σπάρτη, κόρη του γερο-Νικόλα, του χτίστη, από το Βυζίκι Γορτυνίας Αρκαδίας. Στην πορεία του χρόνου βοήθησαν στη δύσκολη και απαιτητική δουλειά του περιπτερά και τα δυο του παιδιά, ο Νίκος και ο Γιάννης (ιδιαίτερα ο Νίκος), η γυναίκα του, η κυρα - Ελένη και η νύφη του η Γεωργία (σύζυγος του Νίκου).
Ο Αντ. Διακουμάκος με τη γυναίκα του Ελένη
Πηγή φωτογραφίας: Αρχείο οικ. Ν. Διακουμάκου
Στα 1962 ο Αντώνης Ι. Διακουμάκος, ταλαιπωρημένος από τα τραύματα του Μικρασιατικού Πολέμου, πέθανε σε ηλικία μόλις 62 ετών. Τη θέση του πήρε δικαιωματικά και άξια η γυναίκα του, η Ελένη Διακουμάκου-Μητρούση, μια πληθωρική, χαλκέντερη και δυναμική προσωπικότητα, η οποία της χάρισε το δημοφιλές παρανόμι … «Ελενάρα».
Με τη βοήθεια του γιου της του Νίκου και της νύφης της Γεωργίας αλλά , ενίοτε , ίσως, και των εγγονιών της, του Αντώνη, της Λένας και της Βάσως, κράτησε η κυρα-Ελένη το περίπτερο ΔΙΑΚΟΥΜΑΚΟΥ έως το 1979, οπότε έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 82 ετών.
Την επόμενη χρονιά, 1980, το περίπτερο «έφυγε» από το «Διακουμακέικο» και πήγε σ’ άλλον ιδιοκτήτη, στην οικογένεια ΒΑΡΖΑΚΑΚΟΥ, που είχε και αυτή προστάτη ανάπηρο πολέμου και η οποία δούλεψε το περίπτερο επί αρκετά χρόνια με αφοσίωση, εντιμότητα, εργατικότητα, συνέπεια αλλά και σεβασμό προς την πολύχρονη ιστορία του.
Το σημείο εκείνο όπου βρισκόταν το περίπτερο του Αντώνη Ι . Διακουμάκου ήταν μια πολύ ζωντανή γειτονιά του κέντρου της παλιάς Σπάρτης. Σε διαφορετικές εποχές έβρισκες εκεί σπουδαία μαγαζιά και στέκια, αλλά και σπουδαίους ανθρώπους, που άφησαν ιστορία και μνήμη:
Στη γωνία, ακριβώς πίσω από το περίπτερο ΔΙΑΚΟΥΜΑΚΟΥ, βρισκόταν το ιστορικό μπακάλικο – καφεκοπτείο - καπνοπωλείο «ΣΚΙΑΔΑ – ΚΟΥΤΣΑΡΗ».
Το περίπτερο ΔΙΑΚΟΥΜΑΚΟΥ και το κατάστημα ΣΚΙΑΔΑ-ΚΟΥΤΣΑΡΗ (1968)
Πηγή φωτογραφίας e Sparti gr
Έξω απ’ το μπακάλικο έστηνε καθημερινά το κασελάκι του ο λούστρος ο κουτσο-Παναγιώτης, για να βγάλει μεροδούλι και να ζήσει την οικογένειά του κι εκεί γύρω (και πάνου-κάτου και πέρα- δώθε) γύριζαν, με τα κασελάκια τους κρεμασμένα στον ώμο, άλλοι, πλανόδιοι λούστροι, ο Μιχάλης ο «ξυπόλητος», ο Μανώλης με το παρατσούκλι «Αράπης», επειδή ήτανε πολύ μελαχρινός κ.α..
Το περίπτερο ΔΙΑΚΟΥΜΑΚΟΥ βρισκόταν ανάμεσα σε δυο απ’ τα πιο πολυσύχναστα καφενεία της Παλαιολόγου: Το καφενείο του Θανάση Φιντάνη (εκεί «έκλειναν» κούρσες τα ταξί) και το καφενείο των Αφών Νίκου και Φοίβου Τράγκα, που φιλοξενούσε παράρτημα του ΚΤΕΛ Λακωνίας για τα χωριά. Κοντά στο περίπτερο βρισκόταν και η περίφημη «Πλατάνα», που ήταν σημείο αναφοράς για τους παλιούς Σπαρτιάτες και στην οποία έκαναν πιάτσα με τα καροτσάκια τους οι αχθοφόροι (χαμάληδες) της εποχής.
Οι καμάρες του Μουσείου, στην αρχή των οποίων βρισκόταν το περίπτερο ΔΙΑΚΟΥΜΑΚΟΥ, ήταν γεμάτες με ταβέρνες. Όλα σχεδόν τα υπόγεια ήταν ταβερνάκια λαϊκά, όπου απόσταιναν, πίνοντας καλό κρασί και τρώγοντας μια πιρουνιά νόστιμο μεζέ, όλοι εκείνοι οι βιοπαλαιστές, που έβγαζαν πικρό μεροκάματο στους δρόμους και στα πεζοδρόμια της Σπάρτης, γυρεύοντας στα υπόγεια αυτά ταβερνάκια μιαν ανάσα ζωής για να μην αποκάμουν. Έτσι, λοιπόν, εκεί κοντά στο περίπτερο ΔΙΑΚΟΥΜΑΚΟΥ, στο υπόγειο κάτω απ’ το μπακάλικο ΣΚΙΑΔΑ-ΚΟΥΤΣΑΡΗ, ήταν η περίφημη ταβέρνα του ΝΙΚΩΝΑ ΜΗΤΡΟΥΣΗ, αδερφού της κυρα – Ελένης, της γυναίκας του περιπτερά Αντώνη Διακουμάκου. Λίγο παρακάτω ήτανε άλλη υπόγεια ταβέρνα, το ΟΙΝΟΜΑΓΕΙΡΕΙΟΝ «ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ» του ΠΑΝ. ΖΟΥΜΠΟΥΛΑ από Χρύσαφα, καθώς και οι ταβέρνες ΚΟΥΡΗ και ΦΛΕΣΣΑ.
Εκεί κοντά ήτανε, ακόμα, το παλαιό μπακάλικο ΑΠΟΣΠΟΡΟΥ- ΚΑΝΕΛΛΑΚΗ, το υπόγειο τσαγκάρικο Λ. ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΥ, το τσαγκάρικο ΜΑΡΑΠΑ-ΚΑΝΕΛΛΑΚΗ, το, επίσης υπόγειο, «φανοποιείον» ΣΠ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ («Κουφού»), το ψαράδικο ΑΝΤ. ΔΙΑΚΟΥΜΑΚΟΥ, το θρυλικό ξυλουργείο ΜΟΡΦΟΓΕΝΗ, τα καφενεία ΧΑΤΖΑΚΟΥ και ΜΑΥΡΑΙΝΑΣ, αργότερα, στην κάτω γωνία το καφενείο-ουζερί ΚΟΚΚΟΡΟΥ και δίπλα του το τσαγκάρικο ΚΙΡΚΙΡΗ.
Εδώ, στις καμάρες του Μουσείου, στη γειτονιά του περίπτερου ΔΙΑΚΟΥΜΑΚΟΥ ήτανε και το μπακάλικο του ΚΥΡΙΑΖΗ, στη θέση του οποίου λειτούργησε επί χρόνια πολλά το ονομαστό ΥΠΟΔΗΜΑΤΟΠΟΙΕΙΟΝ ΑΦΩΝ ΚΑΡΡΕ.
Πιο κάτω, στο τετράγωνο των οδών Ευαγγελιστρίας, Α. Νίκωνος, Χαμαρέτου και σημερινής Σακκέτα, βρίσκονταν τα «παλιά σφαγεία» και η πιάτσα με τα κάρα που αργότερα έγινε πιάτσα για τις μοτοσικλέτες και τα φορτηγάκια μεταφορών. Από το σημείο αυτό περνούσε και η μεγάλη γράνα, που, ελλείψει υπονόμων, μάζευε όλα τα νερά και τα απόνερα της Σπάρτης από τη Βαγγελίστρα και κάτω και τα «άδειαζε» χαμηλά στο Ψυχικό για να πάνε στον Ευρώτα, αφού πρώτα, στα παλιά σφαγεία, δεχότανε όλα τα προϊόντα και τα υποπροϊόντα της σφαγής των ζώων.
Στο πεζοδρόμιο, επίσης, κάτω από τις καμάρες της οδού Ευαγγελιστρίας, στο τμήμα νοτίως του Μουσείου, έστηναν πάγκους ή άραζαν τα καροτσάκια τους διάφοροι μικροπραματευτές της βιοπάλης, όπως ο Γορτύνιος μπαρμπα – Νίκος Νικητόπουλος με τα ψιλικά του, που αργότερα άνοιξε ψιλικατζίδικο δικό του στην Παλαιολόγου. Ακόμα και μπουζοπούλες καλοψημένες και λαχταριστές έφερναν εκεί (εποχιακά) σε υπαίθριους πάγκους, τις έκοβαν και τις πουλούσαν, ο Νίκωνας Αγαλιώτης, ο Παναγιώτης Ζούμπουλας, ο Τάσος Φλέσσας (Ληστής) και ο Μίμης Κοντάκος. Απ’ έξω από το καφενείο του Χατζάκου έστηνε ψησταριά κι έψηνε νόστιμο κοκορέτσι ο Μίμης Κουβαράκος, ενώ, παρακάτω, επί της Παλαιολόγου, έξω από του Τράγκα το καφενείο, έφερναν λάδι σε τενεκέδες και το πουλούσαν διάφοροι ελαιοπαραγωγοί!
Χαρακτηριστική φιγούρα στη γειτονιά του περίπτερου ΔΙΑΚΟΥΜΑΚΟΥ ήταν ο μπαρμπα-Φώτης ο Παρασκευόπουλος, από τη Λυσσαρέα (Μπουγιάτι) Γορτυνίας, Αρκαδίας, ο οποίος, αφού δούλεψε πολλά χρόνια ως παγοπώλης στα φορτηγά της Βαρζακάκαινας, όταν ξέπεσαν τα ψυγεία του πάγου έκανε άλλες δουλειές και μεταξύ αυτών έγινε και υπαίθριος «ομπρελάς» στις καμάρες του Μουσείου, κάπου εκεί στα σκαλοπάτια του ξυλουργείου ΜΟΡΦΟΓΕΝΗ, επισκευάζοντας επιδέξια και επί τόπου τις χαλασμένες ομπρέλες των Σπαρτιατών.
Τέλος, καθημερινές καλημέρες αντάλλασσε το περίπτερο ΔΙΑΚΟΥΜΑΚΟΥ με τους πλανόδιους μικροπωλητές της Σπάρτης, την ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ με τους ξηρούς καρπούς της, τον μπαρμπα-ΒΑΓΓΕΛΑ με τα παγωτά, τα ματζούνια και τα κουλουράκια του, τον ΞΙΞΗ με τα λουμπούκια και τα κάστανα, τον ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟ (Μπούζι-Μπούζι) με τις κρύες (μπούζι) πορτοκαλάδες του και άλλους αγωνιστές της ζωής, που όργωσαν τη Σπάρτη (κυριολεκτικά) για να καρπίσει λίγη ζωή γι’ αυτούς και τις φαμελιές τους.
Εποχές δύσκολες αλλά ανθρώπινες και ζεστές, με χρώμα και άρωμα που ακόμα αναζητούμε, ξεφυλλίζοντας το λεύκωμα των αναμνήσεων. Μνήμες φυλαγμένες με έγνοια και αγάπη στο συρτάρι ενός απλού, παραδοσιακού περίπτερου, του περίπτερου ΔΙΑΚΟΥΜΑΚΟΥ, που κατεδαφίστηκε από τον δήμο Σπάρτης την Πέμπτη το πρωί, στις 4 Σεπτέμβρη του 2025.
Κάπου στα 1958, ο εξαίρετος και προικισμένος με καλλιτεχνικές ευαισθησίες Λάκωνας Φωτογράφος Γιώργος Ν. Τζανάκος [Αχωμάτου (Σμήνος) 1929- Κροκεές 1959], αποτύπωσε το ιστορικό περίπτερο ΔΙΑΚΟΥΜΑΚΟΥ, σε μιαν εξαίρετη σε ποιότητα και καδράρισμα φωτογραφία, με τον Νίκο Διακουμάκο στην θέση του περιπτερά, να εξυπηρετεί κάποιον πελάτη. Μια φωτογραφία ξεχωριστή στο οικογενειακό λεύκωμα της πόλης, που πλέον, μόνον αυτή, θα διηγείται το παρελθόν και τη ζωή των ανθρώπων γύρω από ένα απλό, παραδοσιακό περίπτερο, το περίπτερο ΔΙΑΚΟΥΜΑΚΟΥ, που χάθηκε για πάντα.
Ο Νίκος Τζανάκος και η φωτογραφία του περίπτερου ΔΙΑΚΟΥΜΑΚΟΥ
Πηγή φωτογραφιών: Αρχείο Ν. Τζανάκου
Τα περίπτερα της Σπάρτης είναι μέρος της ιστορίας και του πολιτισμού της αλλά και η ιστορία ζωής των ανθρώπων που τα δούλεψαν, καθώς και της τοπικής κοινωνίας που είχε κάνει τα περίπτερα μέρος της καθημερινότητάς της.
Ο δήμος Σπάρτης, θα μπορούσε να εξαντλήσει κάθε δυνατότητα ενοικίασής τους, ώστε αυτά να παραμείνουν ενεργά, σε εποχές που οι πολίτες δοκιμάζονται οικονομικά από την κρίση και σε περίπτωση που αυτό δεν γίνει δυνατό να εκπονήσει μια σοβαρή μελέτη διατήρησης, αξιοποίησης και ανάδειξης των περιπτέρων πάνω σε άλλες βάσεις και με διαφορετικό περιεχόμενο ( (βιβλιοθήκες, εκθεσιακοί χώροι, χώροι συνάντησης, πληροφόρησης κ.λπ.), δίνοντας χρώμα και πρωτοτυπία στο αστικό περιβάλλον και διατηρώντας τη συνέχεια της ιστορικής μνήμης της Σπάρτης. Κάποια απ’ αυτά θα μπορούσαν να επανέλθουν στην παλαιά, παραδοσιακή μορφή τους, συνδέοντας το παρελθόν με το παρόν και το μέλλον, δίνοντας συνείδηση, εικόνα και πληροφόρηση στις νέες γενιές για το ΤΙ ακριβώς ήταν το «περίπτερο» και ΠΟΙΟ ρόλο έπαιξε στη ζωή και στην ιστορία της πόλης.
«Περπατώ στην πόλη, δίπλα από κτίρια νεότερα και παλιότερα. Όλα, άλλα λιγότερο κι άλλα περισσότερο, σιγοψιθυρίζουν τις ιστορίες των ανθρώπων που έζησαν μέσα στους χώρους τους. Γιατί τα κτίρια δεν είναι μόνο πέτρες, ξύλα, μπετόν ή τούβλα, αλλά «δοχεία» όπου μέσα τους κουρνιάζει η ζωή, και με την έννοια αυτή είναι και «δοχεία μνήμης». Σαν( …) να κρατούν φυλαγμένα μέσα στους χώρους τους θραύσματα μνήμης, να αφηγούνται ιδιαίτερες στιγμές άγνωστων καθημερινών βιωμάτων.»
«Η μνήμη της πόλης», Τάσης Παπαϊωάννου - 08/05/2023
Σπάρτη 9-9-2025
Βαγγέλης Μητράκος