Print this page

Γράφει ο Π. Κουμουνδούρος: Το εργατικό του δίκαιο έχει τον ιστορικό ρόλο της προστασίας του εργαζόμενου

Οκτωβρίου 15, 2025

Με αφορμή το υπό ψήφιση νομοσχέδιο του υπουργείου Εργασίας και τις δύο Γενικές Πανελλαδικές Απεργίες των εργαζομένων, διαπιστώνουμε την επίμονη άρνηση απέναντι στην ανάγκη για μείωση των ωρών εργασίας, δεύτερον την αρνητική τομή στο εργατικό δίκαιο από τους αντεργατικούς και μνημονικούς νόμους και την επίδραση του στο ευρύτερο πλαίσιο εργασιακής επισφάλειας. 

Το εργατικό του δίκαιο από την καθιέρωσή του  έχει τον έχει τον ιστορικό ρόλο τα προστασίας  της αδύνατης πλευράς της εργασιακής σχέσης, προφανώς του εργαζόμενου

Το νέο εργατικό δίκαιο, το είχε εξαγγείλει η κυβέρνηση από την αρχή της πρώτης θητείας της, κινείται στη μνημονική λογική της περαιτέρω αποδυνάμωσης της εργασίας με σταθερή απόκλιση από τον ιστορικό του ρόλο. 

Το 2021, ο τότε υπουργός Εργασίας Κωστής Χατζηδάκης, παρουσιάζει με το τότε  νομοσχέδιο απορρύθμισης σημαντικών διατάξεων του ατομικού και συλλογικού εργατικού δικαίου, τόνιζε με έμφαση ότι «δεν μπορούν να υπάρχουν επιχειρήσεις με τους εργαζόμενους στα κεραμίδια»! Πρόκειται για ξεκάθαρη αντίληψη για τον κόσμο της εργασίας. Μην ξεχνάμε βέβαια ότι έχει προηγηθεί, η απόλυτη ισοπέδωσή της εργασίας από τη μνημονιακή λαίλαπα που γέννησε εύλογες διεκδικήσεις. Ο αναπτυξιακός νόμος του 2019 έχει ήδη  επιφέρει καθοριστικές ανατροπές στις συλλογικές συμβάσεις και την διαιτησία, ώστε μόλις 25% των εργαζομένων να καλύπτεται από συλλογικές συμβάσεις. Ακολουθούν άλλοι δύο «εργατικοί» νόμοι, το 2023 και τώρα το 2025, που δείχνουν  τον αχαλίνωτο οίστρο των «μεταρρυθμίσεων», στην πραγματικότητα της  απορρύθμισης του πλαισίου εργασιακών δικαιωμάτων που μέχρι σήμερα ίσχυε , χάριν της ανταγωνιστικότητας μέσα από την μείωσης των δαπανών για την εργασία.

Το μέτρο που το νέο νομοσχέδιο  καθιερώνει  την 13ωρη εργασία προβάλλεται σαν μέσον για τη βελτίωση του εργατικού εισοδήματος. Η κυβέρνηση δεν απαντά όμως στο εύλογο ερώτημα: Γιατί η αμοιβή του 8ωρου να μην ανταποκρίνεται στην κάλυψη στοιχειωδών αναγκών, ώστε να αναγκάζεται κάποιος να δουλεύει 13 ώρες; Κρύβει  με κάθε πρόσφορο τρόπο ότι η επιμήκυνση του εργάσιμου χρόνου αποτελεί βασική εργοδοτική επιδίωξη για την αύξηση της κερδοφορίας της. Χρησιμοποιώντας κάθε εργαλείο που της παρέχει η εργατική νομοθεσία με τις υπερωρίες, την φθηνότερη λύση καλύπτοντας πρόσθετες ανάγκες του ήδη υπάρχοντος δυναμικού, υποκαθιστώντας όμως ταυτόχρονα  την ανάγκη για πρόσθετες θέσεις εργασίας. με την εντατικοποίηση των ρυθμών εργασίας, ώστε το τυπικό 8ωρο να είναι ουσιαστικά 9ωρο ή 10ωρο.

Οι διάφορες μορφές επιμήκυνσης του εργάσιμου χρόνου έχουν αρνητικό αντίκτυπο στην αύξηση της απασχόλησης και την αντιμετώπιση της ανεργίας, ιδιαίτερα σε μια χώρα με τη δεύτερη υψηλότερη θέση σε ποσοστά ανεργίας στην Ε.Ε. 

Την ίδια στιγμή η Ελλάδα παρουσιάζει τον δεύτερο υψηλότερο δείκτη ετήσιων συμβατικών ωρών πλήρους απασχόλησης, που περιλαμβάνουν τις εργάσιμες εβδομάδες των 40 ωρών (αφαιρώντας τις ημέρες άδειας και αργίας), όταν στην Ε.Ε. το μέσο πλήρες εβδομαδιαίο ωράριο είναι κάτω από τις 38 ώρες. Σε επίπεδο, μάλιστα, πραγματικών ωρών εργασίας συμπεριλαμβάνοντας και τις υπερωρίες, η χώρα μας είναι μακράν η πρώτη χώρα στην Ε.Ε., εικόνα που επιδεινώθηκε ακόμα περισσότερο με την εκτόξευση των υπερωριών του νόμου Χατζηδάκη, την επέκταση του 6ήμερου και την προωθούμενη καθιέρωση του 13ωρου ενισχύοντας και τον κίνδυνο εργατικών ατυχημάτων. Αυτά όλα δείχνουν την επίμονη άρνηση απέναντι στην ανάγκη για μείωση των ωρών εργασίας, αίτημα που το Υπουργείο Εργασίας με την αλχημεία της 4ήμερης εργασίας μέσω 10ωρης ημερήσιας εργασίας, για να εμφανίζει την διατήρηση των 40 ωρών εβδομαδιαίως.

Από το 1990 στην Ελλάδα έχουμε την  σταδιακή εφαρμογή των μέτρων ευέλικτης εργασίας φουντώνει στην περίοδο των μνημονίων, επιβάλλοντας ένα νέο εργασιακό τοπίο με κύρια χαρακτηριστικά τη φθηνή, ευέλικτη και επισφαλή εργασία. Μέσα από αυτό το σχέδιο διευκολύνεται η ανάπτυξη μεγάλης ποικιλίας συμβάσεων εργασίας χαμηλής ταχύτητας αμοιβών και δικαιωμάτων. Ελαστικοποιείται ο εργάσιμος χρόνος καλύπτοντας τις ανάγκες των εργοδοτών, με επιπτώσεις στην κοινωνική ζωή των εργαζόμενων. Ενισχύεται η ευελιξία και διευκόλυνση των απολύσεων, επεκτείνοντας την εργασιακή επισφάλεια σε όλο το φάσμα της μισθωτής εργασίας συμπεριλαμβάνοντας και τους εργαζόμενους με «μόνιμες» συμβάσεις.

Η ίδια ευελιξία εκδηλώνεται και στον τρόπο υπολογισμού και διαμόρφωσης των αποδοχών. Οι κατώτατες αποδοχές, που διαμορφώνονταν μέσω συλλογικών συμβάσεων εργασίας, έχουν κατεδαφιστεί από την περίοδο των μνημονίων, οδηγώντας στην εξατομίκευση των αμοιβών με την ατομική διαπραγμάτευση εργαζόμενου και εργοδότη. Οι ατομικές συμβάσεις εργασίας δημιουργήθηκαν για να σπρώχνοντας τις αμοιβές προς κατώτατα μισθολογικά επίπεδα. Τα κατώτατα μισθολογικά όρια, έχοντας υποστεί πρωτοφανή συμπίεση στα μνημονιακά χρόνια (22%-32%), ακολουθούν συγκρατημένες αυξήσεις που εξανεμίζονται από την ακρίβεια, και, σε συνδυασμό με την αποδιοργάνωση των συλλογικών συμβάσεων, συντελούν στην ευρεία φτωχοποίηση της εργασίας. 

Η Ελλάδα των τελευταίων 15 χρόνων σημειώνει τη μεγαλύτερη απώλεια αγοραστικής δύναμης των μισθών στην Ε.Ε., καταγράφοντας παράλληλα και τη μεγαλύτερη επιδείνωση στο σύνολο των βασικών δεικτών για τις συνθήκες εργασίας.

Σε μια χώρα με ονομαστικούς μισθούς κάτω από το 50% του μέσου όρου της Ε.Ε. και πρωταθλήτρια στις ώρες εργασίας, οι χαμηλές επιδόσεις της σε ανταγωνιστικότητα και συνολική παραγωγικότητα θα πρέπει να αναζητούνται τον μονόπλευρο προσανατολισμό του εργασιακού  «κόστους» αλλά σε διαφορετικές κατευθύνσεις.

Η πολιτική του χαμηλού εργασιακού κόστους έχει συμβάλει στην ανταγωνιστικότητα μικρής μερίδας επιχειρήσεων (περίπου 10%) που είχαν και διατηρούν εξαγωγική δραστηριότητα. Από την άλλη πλευρά η πολιτική των χαμηλών εισοδημάτων πλήττει σημαντικά τη μεγάλη πλειονότητα των, κατά κανόνα μικρομεσαίων, επιχειρήσεων, που απευθύνονται στην εσωτερική κατανάλωση. Και αυτό είναι ένα επιπλέον πλήγμα στο πλαίσιο των γενικότερων κρατικών και τραπεζικών πολιτικών, που ευνοούν τη συγκέντρωση κεφαλαίου υπέρ μεγάλων οικονομικών συμφερόντων, εξαφανίζοντας ολοένα και μεγαλύτερο αριθμό επιχειρήσεων την αγορά.