«Κατάρρευση» των γεννήσεων, που έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση του πληθυσμού της χώρας, διαπιστώνει το Ινστιτούτο Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών (ΙΔΕΜ) ανάμεσα στη γενιά του 1952 και σε εκείνη του 1982.
Μάλιστα, εκτιμάται ότι η πτωτική πορεία των γεννήσεων αναμένεται να συνεχιστεί και από τη λεγόμενη «γενιά Ζ», δηλαδή όσους γεννήθηκαν από το 1990 και μετά.
Έτσι εξηγείται απόλυτα το γεγονός ότι την περίοδο 2011-2024 καταγράφηκαν 511.539 λιγότερες γεννήσεις, σε σύγκριση με τους θανάτους την ίδια περίοδο. Επίσης, μόνο πέρυσι η Ελλάδα κατέγραψε 69.675 γεννήσεις και 128.259 θανάτους.
Αυτός είναι ο λόγος που η Ελλάδα εντάσσεται στο τέταρτο και τελευταίο «δημογραφικό γκρουπ» δυναμικότητας της Ε.Ε., μαζί με την Ισπανία, την Ιταλία και την Πολωνία.
Πρόκειται για χώρες που ενώ είχαν από την υψηλότερη γονιμότητα (1,85 – 2,14 παιδιά / γυναίκα) στη γενιά του 1952, κατέγραψαν δραματική υποχώρηση
30 χρόνια αργότερα. Έτσι, στη γενιά του 1982 προκύπτει ότι έχουν λιγότερα από 1,5 παιδιά (μείωση από 0,4 έως 0,75 παιδιά / γυναίκα).
Οι συγκεκριμένες χώρες εντάσσονται πλέον στην ομάδα των ευρωπαϊκών χωρών με ακραία χαμηλή διαγενεακή γονιμότητα.
Ειδικά για την Ελλάδα φαίνεται ότι από τα 2 παιδιά ανά γυναίκα, που ήταν οι γεννήσεις που προέκυψαν κατά μέσο όρο από τη γενιά του 1952, στο 1,46 παιδιά/γυναίκα από τη γενιά του 1982. Δηλαδή, σε 30 χρόνια καταγράφηκε υποχώρηση κατά 0,54 μονάδες στις γεννήσεις παιδιών ανά γυναίκα.
Οι λόγοι υποχώρησης
Σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσαν στη δημοσιότητα οι καθηγητές δημογραφίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Βύρωνας Κοτζαμάνης και Αναστασία Κωστάκη, ιδρυτικά μέλη του ΙΔΕΜ, διαπιστώνεται ότι έχει αλλάξει μεταπολεμικά «το ευρύτερο φυσικά
περιβάλλον για τη δημιουργία οικογένειας και την απόκτηση απογόνων».
Οι διαπιστώσεις
Αν και από χώρα σε χώρα εντοπίζονται διαφοροποιήσεις ως προς τον ρυθμό, εντούτοις σε όλες τις χώρες που κατέγραψαν δραματική υποχώρηση στις γεννήσεις διαπιστώνονται τα εξής:
- Έξαρση του ατομικισμού και ανάδυση μιας επιθυμίας για αυτο-εκπλήρωση.
- Ταχύτατη αστικοποίηση και μείωση του αγροτικού πληθυσμού.
- Μαζική είσοδος της γυναίκας στην αγορά εργασίας.
- Αύξηση του χρόνου παραμονής, ιδιαίτερα των γυναικών, στο εκπαιδευτικό σύστημα.
- Εμπόδια, στις γυναίκες ιδιαίτερα, για έναν ικανοποιητικό συνδυασμό οικογενειακής ζωής και επαγγελματικής σταδιοδρομίας.
- Έμφυλες διακρίσεις.
- Αύξηση του κόστους μεγαλώματος ενός παιδιού.
- Διάχυση των σύγχρονων και αποτελεσματικών μεθόδων αντισύλληψης.
Στις νεότερες γενιές εντοπίζονται, επιπρόσθετα, αυξανόμενες δυσκολίες σταθερής ένταξης στην αγορά εργασίας και πρόσβασης σε κατοικία. Οι αλλαγές αυτές συνοδεύτηκαν κυρίως από τον περιορισμό του ρόλου του παραδοσιακού οικογενειακού μοντέλου υπέρ αυτού των δύο εργαζόμενων γονέων (σε συμβίωση ή σε γάμο).
Όπως τονίζεται χαρακτηριστικά, πρόκειται για ένα μοντέλο «ιδιαίτερα εύθραυστο, εξ ου και η ταχύτατη αύξηση των μονογονεϊκών οικογενειών, ενώ η μετάβαση στο μοντέλο αυτό συνοδεύτηκε και από την ανάδυση ενός περιβάλλοντος που ευνοεί τις ελεύθερες επιλογές του προσωπικού και επαγγελματικού βίου».
Από την έρευνα προκύπτει όμως ότι ενώ όλες οι χώρες βίωσαν τις ανωτέρω αλλαγές, δεν υπέστησαν όλες τόσο μεγάλη μείωση των γεννήσεων. Αιτία είναι ότι κάποιες χώρες έλαβαν έγκαιρα υπόψη και τις αλλαγές αυτές και ανέπτυξαν στοχευμένες πολιτικές για την αντιμετώπισή τους. Ταυτόχρονα, αναπτύχθηκε ένα αποτελεσματικό κράτος πρόνοιας, που στηρίζει την οικογένεια και το παιδί και καλύπτει τον γονέα από κάποιους βασικούς κινδύνους
που μπορεί να αντιμετωπίσει στο μέλλον.
Η στήριξη αφορά κυρίως την περίπτωση απώλειας της εργασίας, ενεργές πολιτικές επανένταξης, ελάχιστο διασφαλισμένο εισόδημα, πρόσβαση με χαμηλό ενοίκιο σε κατοικία.
Σε αυτή την κατηγορία βρίσκονται 10 χώρες (Βέλγιο, Δανία, Φινλανδία, Γαλλία, Ολλανδία, Λετονία, Σουηδία, Εσθονία, Νορβηγία, Λιθουανία), που διαπιστώθηκε ότι η γενιά του 1952 είχε πολύ υψηλή γονιμότητα (από 1,80 έως 2,12 παιδιά/γυναίκα) και που συνεχίζουν να έχουν από τους υψηλότερους δείκτες και στη γενιά του 1982. Η όποια πτώση σε αυτές τις χώρες είναι εξαιρετικά περιορισμένη, μικρότερη από 0,2 παιδιά/γυναίκα.
Σε άλλες πέντε χώρες (Σλοβακία, Πορτογαλία, Ουγγαρία, Βουλγαρία και Τσεχία) διαπιστώθηκε ότι ενώ είχαν μια εξαιρετικά υψηλή γονιμότητα (από 1,94 έως 2,28 παιδιά/ γυναίκα) στη γενιά του 1952, είχαν μια συγκρατημένη έως έντονη πτώση στη γενιά του 1982 (από 1,55 έως 1,69 παιδιά/γυναίκα), με αποτέλεσμα να εντάσσονται, ως προς τη γενιά του 1982, στις χώρες «ενδιάμεσης» διαγενεακής γονιμότητας.
Καταγράφηκαν επίσης 6 χώρες (Γερμανία, Αυστρία, Κροατία, Λουξεμβούργο, Σλοβενία και Ελβετία) που είχαν μεσαία γονιμότητα τόσο στη γενιά του 1952 όσο και σε εκείνη του 1982 (1,76 – 1,84 παιδιά/γυναίκα και 1,59 – 1,71 παιδιά/ γυναίκα αντίστοιχα).
Πρόκειται για χώρες που χαρακτηρίζονται από μια περιορισμένη πτώση του αριθμού των παιδιών ανάμεσα στις δύο αυτές γενιές.
Σε κάποιες άλλες, όμως, χώρες οι αλλαγές που αναφέρθηκαν δεν συνοδεύτηκαν, μέχρι και πρόσφατα, από την υιοθέτηση αντίστοιχων μέτρων και πολιτικών. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την ταχύτατη μείωση του αριθμού των παιδιών ανάμεσα σε αυτούς που γεννήθηκαν το 1952 και σε όσους γεννήθηκαν το 1982 (τα παιδιά τους δηλαδή). Σε αυτή την κατηγορία τοποθετείται η Ελλάδα, μαζί με την Ισπανία, την Ιταλία και τηνΠολωνία.