Γράφει ο Π. Κουμουνδούρος: Ήταν σχεδόν όλοι εκεί

Στις 28 Φεβρουαρίου, οι διαδηλώσεις για το έγκλημά στα Τέμπη, είχαν κάτι πρωτόγνωρο, δεν απασχόλησαν ούτε τα μέσα ενημέρωσης ούτε την κοινή γνώμη με την καταμέτρηση των συμμετεχόντων. Κανέναν δεν διέφερε να μετρηθούμε. Ήταν σχεδόν όλοι εκεί. Αυτό που ξεκίνησε ως διαμαρτυρία 26 Ιανουαρίου μετατράπηκε σε παλλαϊκό συλλαλητήριο, όπως η απελευθέρωση της Ελλάδας από τους κατακτητές και η αποκατάσταση της δημοκρατίας. Η διαμαρτυρία για τα Τέμπη δεν είχε να κάνει µε αριθμούς. Ήταν αποτύπωση της γνήσιας λαϊκής έκφρασης µε ποιοτικά στοιχεία που την τοποθετούν δίπλα στις μεγάλες διαδηλώσεις σε περιόδους κατά τις οποίες η χώρα έκανε την στροφή που της υπαγόρευε η Ιστορία.

 Υπάρχουν στιγμές στην Ιστορία που η αλήθεια δραπετεύει ακόμη και αν έχουν κλείσει όλοι οι δρόμοι. Που δεν περιμένει ούτε τις δικές μας ερμηνείες  ούτε τις ιδιαιτερότητες της προσωπικής αντικειμενικότητας. Σήμερα που αυτή η αλήθεια (ακόμη και αν αργότερα αμφισβητηθεί ή προδοθεί) γίνεται τροφή της Ιστορίας. Ζούμε μια τέτοια περίοδο. Οι άνθρωποι είναι έτοιμοι να δουν μπροστά τους ολόγυμνη την αλήθεια. Το έγκλημα στα Τέμπη, αυτό το σκληρό γεγονός, φέρνει τη χώρα μπροστά στον καθρέφτη. Στον καθρέφτη αντικατοπτρίζονται από την μια  ο πόνος, η θλίψη, η απόγνωση και από την άλλη  η διαφθορά, ο κυνισμός, το ψέμα. 

Είμαστε σε ιστορική καμπή. Η κοινωνία καλείται να παίρει αποφάσεις, κινητοποιείται και μέσα από αυτή την κινητοποίηση ανατροφοδοτεί τον προβληματισμό και δείχνει την ωριμότητά της. Τι κάνει αυτή την χρονική στιγμή ξεχωριστή. Υπάρχουν δύο ιδιαίτερα ποιοτικά χαρακτηριστικά στη διαδικασία αυτή. Τα αιτήματα δεν αφορούν την επιβίωση, κάποια οικονομικά θέματα - το στενό οικονομικό συμφέρον-, αλλά την απόδοση δικαιοσύνης και την τιμωρία των ενόχων για ένα έγκλημα. Το πιο σοβαρό όμως είναι ότι, ενώ οι διαμαρτυρίες έχουν έντονα πολιτικά χαρακτηριστικά, παραμένουν ακηδεμόνευτες από τις πολιτικές δυνάμεις.

Παρά τις έντονες προσπάθειές τους

Τι το κάνει ξεχωριστό  αυτό το γεγονός.

Δύο χρόνια μετά το έγκλημα στα Τέμπη το πολιτικό σύστημα, όχι µόνο η κυβέρνηση Μητσοτάκη που ήταν ένοχη λειτούργησε µε τον γνωστό τρόπο. Επιχείρησε να επιλυθεί η υπόθεση μέσα στο ασφαλές πλαίσιο διαχείρισης, χωρίς να δημιουργήσει κλονισμούς και απειλές. Να μείνει η διεφθαρμένη Δικαιοσύνη αυτή που είναι και η πολιτική να συνεχίσει τη βρόμικη, διαχρονική συναλλαγή μαζί της. Τα Τέμπη, τα 57 θύματα, οι εκατοντάδες χιλιάδες που μάτωσαν σε όλη την Ελλάδα μαζί τους δεν μπορούσαν να τυποποιηθούν μέσα στο πλαίσιο της πολιτικής πολυλογίας. Η αδικία και οι ανάγκες γεννούσαν απαιτήσεις που οι «πεφωτισμένοι», οι βολεμένοι ή οι ένοχοι της πολιτικής δεν μπορούσαν να αντιληφθούν. Έτσι η κοινωνία έφυγε μπροστά και τα κόμματα έμειναν πίσω να κοιτάνε καχύποπτα αυτό που δεν μπορούσαν να ελέγξουν και να χειραγωγήσουν. Το πολιτικό σύστημα ζει τη δική του παρακμή. Τα κόμματα αποδείχθηκαν κατώτερα των απαιτήσεων, των συνθηκών και των ανθρώπων. Στάθηκαν ανίκανα να αντιμετωπίσουν την εγκληματική παντοδυναμία του Μητσοτάκη και μετέτρεψαν την αντιπολίτευση από συνταγματική απαίτηση αντιπαράθεσης σε ένα καθώς πρέπει τσούρμο µε ελεγχόμενη ακόμα και την αντιπαλότητα.

Το τι θα συμβεί µε τα κόμματα της αντιπολίτευσης είναι άγνωστο. Οι  ρόλοι δεν µπορεία να είναι οι ίδιοι γιατί εμφανίζονται νέες συνθήκες. Θα υπάρξουν νέες πολιτικά σχήματα που θα αναζητήσουν τα ηγετικά πρόσωπα που μπορούν να γίνουν πειστικά. Σίγουρη είναι µόνο η πορεία του Μητσοτάκη.

Ένας πρωθυπουργός που βρίσκεται μπροστά στη μήνιν της κοινωνίας, κατηγορούμενος μάλιστα για συγκάλυψη ενός εγκλήματος, έχει µόνο δύο επιλογές: ή να αποχωρήσει εμφανίζοντας έστω ψήγματα αξιοπρέπειας ή να ακολουθήσει τον δρόμο της εξευτελιστικής ήττας. Η ψυχοσύνθεση του Μητσοτάκη και ο τρόπος που πολιτεύεται πολύ πιθανόν να οδηγήσουν στο δεύτερο. Προφανώς έχει δικαίωμα στην αυταπάτη, στον εξευτελισμό ή στην πορεία προς τη βασανιστική πτώση. Η αντιμετώπιση όμως της παλλαϊκής διαμαρτυρίας δείχνει ότι, ανεξάρτητα από το αν αντιλαμβάνεται τι τον περιμένει, έχει επιλέξει την παλιά κλασική μέθοδο του αυταρχισμού και της πυγμής.

Ο Μητσοτάκης, το πρωί πριν από τα συλλαλητήρια, έβγαλε μια ανακοίνωση στην οποία κατηγορούσε τους άλλους και τις παθογένειες -ποιος άραγε κυβέρνησε και τις δημιούργησε; και το μεσημέρι έστειλε τα τάγματα χωροφυλακής του σύγχρονου Μπάμπαλη να αμαυρώσουν τη μεγαλειώδη διαμαρτυρία µε βία.

Όταν η αυταρχική εξουσία καταρρέει, η μόνη συνταγή την οποία εφαρμόζει µε απόλυτη ευλάβεια είναι του μεγαλύτερου αυταρχισμού. Ο Μητσοτάκης δεν είναι απλώς σε αδιέξοδο, αλλά έχει τελειώσει. Είναι πιθανόν οι ομοϊδεάτες του στη Ν∆ να δρομολογήσουν την έξοδό του για να σώσουν το κόμμα. Όποιο σενάριο κι αν εφαρμοστεί, ο Μητσοτάκης δεν θα παραδοθεί εύκολα θα επιχειρήσει να δημιουργήσει χαοτική κατάσταση, ώστε αφενός να αποδώσει σε άλλους σχέδιο αποσταθεροποίησης και αφετέρου να εμφανιστεί ως η ισχυρή δύναμη που θα βάλει τάξη στο χάος που ο ίδιος δημιούργησε. Ελπίζει πως έτσι θα αποκόψει το συντηρητικό και ευκολόπιστο κοινό από τη συμμετοχή του στην κοινωνική αντιπολίτευση.

Υπάρχει και ακόμη παράμετρος πολυσυζητείται η οποία αποτελεί σανίδα σωτηρίας του Μητσοτάκη. Η σπαραξικάρδια αγωνία, κυρίως των αριστερών κομμάτων της αντιπολίτευσης, για το αν η πτώση του Μητσοτάκη θα φέρει την ακροδεξιά. Κατά έναν περίεργο και μεταφυσικό τρόπο τα αριστερά κόμματα πετούν λευκή πετσέτα, αφαιρούν από τον εαυτό τους τη δυνατότητα παρέμβασης, δημιουργίας αντιακροδεξιού μετώπου , φοβούνται τη μοίρα. Αυτή η παραδοχή πέρα από πολύ ανόητη είναι και αντιδιαλεκτική.

Κατά την γνώμη μου κάθε προοδευτικός άνθρωπος οφείλει να θέσει ως πρώτιστο  ζήτημα την ανάγκη να φύγει «το αποδεδειγμένο κακό» που είναι ο Μητσοτάκης, η πολιτική του και οι μεθοδεύσεις του. Το τι θα ακολουθήσει αφορά την κοινωνία και τον ρόλο που θα θελήσουν να παίξουν τα κόμματα. Η πολιτική δεν μπορεί να έχει κενά και την δημοκρατία να την υποστηρίζουν δειλοί σαν να είναι αντικείμενο ακαδημαϊκής ανάλυσης και όχι δράσης. Μητσοτάκης τέλος. Οποίος λοιπόν ενδιαφέρεται για τη δημοκρατία πρέπει να συμπράξει µε την κοινωνία να ενισχύσει την κοινωνική αντιπολίτευση  Να ζητήσει να τον κρίνει ο κόσμος. Όλα τα άλλα είναι προφάσεις που στηρίζουν την κρυφή σκέψη ότι «αφού δεν μπορώ να πάρω εγώ την εξουσία, τον αφήνω ώσπου να είμαι έτοιμος».

Άλλοι προτιμάνε λίγες μέρες μετά τις τεράστιες διαδηλώσεις να καλέσουν «αναφορά στρατοπέδου» να μετρήσουν δυνάμεις και να αερίσουν τα λάβαρα που δεν τους έπαιρνε να κάνουν στις 28 Φλεβάρη.  

                       

 Παναγιώτης Κουμουνδούρος