.© 2023 laconiatv.gr. All Rights Reserved. Designed By hit-media.gr
Ο Μητροπολίτης Μάνης κ. Χρυσόστομος μιλά στο Πρακτορείο Εκκλησιαστικών Ειδήσεων Arxon.gr για τους Πατέρες της Εκκλησίας. Συγκεκριμένα αναφέρεται στο έργο τους, την μόρφωσή τους, αλλά και στο συγγραφικό τους έργο.
Σεβασμιώτατε ακούμε, συχνά, να γίνεται λόγος για τους Πατέρες της Εκκλησίας. Τί σημαίνει ο τίτλος αυτός;
Ὡραία ἔκφραση. Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας! Ἀλλά, ἄν θέλουμε νά μάθουμε τί εἶναι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, δέν ἔχουμε παρά νά ἀνοίξουμε τό λειτουργικό βιβλίο πού ἀποκαλεῖται «Πεντηκοστάριον». Σ’ αὐτό, θά βροῦμε τήν μεγάλη ἑορτή, τήν Κυριακή τῶν Ἁγίων 318 θεοφόρων Πατέρων τῶν ἐν Νικαίᾳ, ἐκείνων δηλαδή τῶν ἁγίων Πατέρων πού συνεκρότησαν τήν πρώτη Οἰκουμενική Σύνοδο τό 325μ.Χ. καί θά διαβάσουμε τό ὑπέροχο Δοξαστικό τοῦ ὄρθρου τῆς ἑορτῆς, ὅπου ἀποκαλεῖ τούς ἁγίους Πατέρες μέ τίς ὑπέροχες φράσεις: «Ἀστέρες πολύφωτοι τοῦ νοητοῦ στερεώματος…, τά μυρίπνοα ἄνθη τοῦ Παραδείσου…, τά πάγχρυσα στόματα τοῦ Λόγου».
Ἔτσι «Πατήρ τῆς Ἐκκλησίας» καλεῖται ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος διακρίθηκε γιά τήν ἁγιότητά του, τήν ποιμαντική του δράση, τήν σοφία τῶν λόγων του ἤ τῶν συγγραμμάτων του καί ἀναγνωρίστηκε ἀπό τήν Ἐκκλησία ὡς «Πατήρ». Πληρέστερος βέβαια τίτλος εἶναι «Πατήρ» καί «Διδάσκαλος» τῆς Ἐκκλησίας. Πρόκειται γιά τά δύο σπουδαῖα αὐτά χαρακτηριστικά στό χῶρο τῆς ἐκκλησιολογίας, ἤτοι τοῦ Ποιμένος καί τοῦ Διδασκάλου.
Ὡστόσο, εἶναι ἀναγκαία στό σημεῖο αὐτό ἡ διάκριση. Ἄλλο, «Πατήρ» καί «Διδάσκαλος» τῆς Ἐκκλησίας καί ἄλλο ἁπλῶς ἐκκλησιαστικός συγγραφέας. Αὐτός, ὁ δεύτερος, τυγχάνει ἕνας πιστός χριστιανός, ὡς ἐπί τό πλεῖστον, συγγράφει πραγματεῖες καί μελέτες ἐπί θεολογικῶν ἤ ἐκκλησιολογικῶν θεμάτων, ἱστοριογραφεί ἐκκλησιαστικά γεγονότα, ἀλλά δέν εἶναι «Πατήρ καί Διδάσκαλος». Δέν ἔχει τό κῦρος καί τήν σφραγῖδα τῆς Ἐκκλησίας, νά εἶναι ἀκραιφνής διδάσκαλός της καί πνευματικός καθοδηγητής ψυχῶν. Καί ἡ διάκριση αὐτή εἶναι σημαντική. «Πατέρες» καί «Διδάσκαλοι» εἶναι ἐκεῖνοι πού ἐξέφρασαν τήν ἐμπειρία τῆς ἀλήθειας τῆς Ἐκκλησίας, πού εἶχαν ἰδιαίτερο φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού ἀληθῶς θεολόγησαν, πού εἴτε ὡς Ἀπολογητές, εἴτε ὡς Ἀσκητικές μορφές, εἴτε ὡς Ἱεράρχες ἦλθαν μετά τούς Ἀποστόλους, εἴτε ὡς Ἀποστολικοί Πατέρες εἴτε ἀργότερα ὡς ἐπιφανεῖς προσωπικότητες καί ὡς μέγιστοι θεολόγοι καί ἔδωκαν τήν καλήν ὁμολογία τῆς πίστεως καί τό ὀρθόδοξο φρόνημα.
Αναφέρατε Αποστολικούς ως και Ασκητικούς Πατέρες, ποιοι ακριβώς είναι αυτοί;
Πράγματι, στή χορεία τῶν ἁγίων Πατέρων ἀνάλογα μέ τά ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά τους καί κατά τήν ἐποχή πού ἔζησαν, ἔχουμε τούς Ἀποστολικούς καί Ἀσκητικούς. Ἀποστολικοί Πατέρες ἐπεκράτησε νά ἀποκαλοῦνται ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἤκμασαν κατά τούς ἀμέσως μεταποστολικούς χρόνους. Εἶναι οἱ: Κλήμης Ρώμης, Ἰγνάτιος Ἀντιοχείας, Σμύρνης Πολύκαρπος, ὁ Ἑρμᾶς, μαθητής τοῦ Ἀπ. Παύλου, ὁ Παπίας, Ἐπίσκοπος Ἱεραπόλεως τῆς Φρυγίας κἄ.
Ἔπειτα ἔχουμε τούς Ἀσκητικούς Πατέρες, οἱ ὁποῖοι ἀφοῦ διεκρίθησαν γιά τούς πνευματικούς τους ἀγῶνες, τήν γενναία καί διαρκῆ ἄσκησή τους, ἔγραψαν ἀσκητικά κείμενα πρός ἐπίτευξη τῆς πνευματικῆς ἐγρήγορσης καί θεοπτίας. Ἀναφέρουμε, τόν Μακάριο τόν Αἰγύπτιο, μέ τό περίφημο σύγγραμμα «Ὁμιλίαι Πνευματικαί», τόν ὅσιο Νεῖλο, τόν Παῦλο Θηβαῖο, τόν Θεοδόσιο Κοινοβιάρχη, τόν μεγάλο ἅγιο Ἰωάννη, συγγραφέα τῆς «Κλίμακος» στό Σινᾶ καί τούς ὁσίους Ἐφραίμ καί Ἰσαάκ, τούς Σύρους.
Γνωρίζουμε, ωστόσο, ότι η Εκκλησία ανέδειξε μεγάλους Πατέρες. Ποιοι ήσαν και ποιοι αιώνες εκκλησιαστικής ιστορίας έφεραν στο προσκήνιο τέτοιες μεγάλες προσωπικότητες;
Εἶναι γεγονός ὅτι ἔχουμε μεγάλους θεοφόρους καί ἁγίους, πεπαιδευμένους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Κυρίως τόν Δ’ καί τόν Ε’ αἰῶνα λάμπουν στό πνευματικό στερέωμα τῆς Ἐκκλησίας «ἀστέρες πολύφωτοι». Τοῦτο, ἐπειδή οἱ αἰῶνες αὐτοί εἶχαν πολλές πνευματικές ἀναστατώσεις ἀλλά καί ὑπῆρξαν καθωριστικοί στήν διαμόρφωση τῆς δογματικῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας. Εἶχαν ἐμφανισθεῖ πολλές αἱρέσεις καί σχίσματα καί οἱ Πατέρες καί Διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας ἀνέλαβαν τό μεγάλο ἔργο τῆς ἑρμηνείας τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἔναντι ὅλων αὐτῶν, τῶν αἱρετικῶν ὁμάδων ἀλλά συνάμα καί τό ἱερό χρέος τῆς διατύπωσης καί ὑπεράσπισης τῶν θείων δογμάτων. Τό σκάφος τῆς Ἐκκλησίας κλυδωνιζόταν πολλές φορές τούς αἰῶνας αὐτούς, ἄλλοτε ἀπό τούς Ἀρειανούς, ἄλλοτε ἀπό τήν αἵρεση τοῦ Μακεδόνιου, τοῦ Νεστορίου, τοῦ Εὐτυχοῦς καί ἄλλους. Ὅμως οἱ Πατέρες ὕψωσαν τό πνευματικό τους ἀνάστημα, τότε πού ἔπρεπε στίς κρίσεις αὐτές καί ἀνεδείχθησαν μεγάλες προσωπικότητες μέ τόν λόγο καί τήν γραφίδα τους, μέ τό κῦρος τους, μέ τήν ἁγία ζωή τους, μέ τήν ὁμολογία τῆς πίστεως, μέ δύναμη ψυχῆς καί ἀντιμετώπισαν τά ποικίλα ἀτοπήματα καί δεινά. Κατάφεραν δηλαδή νά κατανικήσουν τίς αἱρέσεις καί τήν εἰδωλολατρία καί πέτυχαν νά φέρουν τήν εἰρήνη καί τήν ἑνότητα στήν Ἐκκλησία.
Δικαίως, λοιπόν, ἡ ἐποχή αὐτή (ἰδίως ὁ Δ’ καί ὁ Ε’ αἰ.) ὀνομάζεται «χρυσούς αἰών» τῆς Ἐκκλησίας, διότι ἀνεπτύχθη ἡ θεολογία, διατυπώθησαν τά δόγματα, καθορίστηκε ἡ λατρευτική τάξη καί ἡ διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας. Μεγάλα δέ κέντρα θεολογικῶν σπουδῶν ἀνεδείχθησαν ἡ Ἀλεξάνδρεια, ἡ Ἀντιόχεια, ἡ Κωνσταντινούπολη καί στή Δύση ἡ Ρώμη καί ἡ Καρχηδών.
Ἐκεῖνο, ἀκόμη, πού χαρακτηρίζει τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, πού ὀνομάστηκαν μεγάλοι καί θεοφόροι τῶν αἰώνων αὐτῶν, εἶναι τά ἐξαιρετικά προτερήματά τους, πού ἦταν οἱ γνώσεις τους, ἡ ρητορική τους δεινότητα, τό θυσιαστικό τους πνεῦμα, ἡ ποιμαντική δράση τους ἀλλά καί ἡ πρωτοτυπία. Ἀνέδειξαν τό χριστιανικό ἦθος καί πραγματοποίησαν ἀκόμη ἱεραποστολικές δραστηριότητες πρός διάδοσιν τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ.
Τέτοια μεγάλα πατερικά ἀναστήματα ἦσαν: Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὁ Γρηγόριος Νύσσης, ὁ Δίδυμος ὁ τυφλός κἄ. Στή Δύση ἔχουμε τούς: Ἀμβρόσιο Μεδιολάνων, Ἱερώνυμο, Ἰλάριο Πικταβίου καί Αὐγουστῖνο κἄ.
Ἀλλά καί τούς ἑπόμενους αἰῶνες ἔχουμε σπουδαίους Πατέρες καί Διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι χειραγώγησαν, κατήχησαν καί φώτισαν τόν λαό τοῦ Θεοῦ. Πατέρες μέ θεῖες ἐμπειρίες, ὅπου στόν ὅλο βίο τους καταφαίνεται ἡ ἀδιάκοπη παρουσία τοῦ Παρακλήτου. Ἀπό τόν 6ο αἰῶνα μέχρι τόν 10ο αἰῶνα πατερικός θησαυρός εἶναι οἱ: Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, Ἐπιφάνιος, Θεόδωρος Στουδίτης, ὁ μέγας Φώτιος, Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός μέ τό κυριώτερο ἔργο του, τό «Πηγή τῆς γνώσεως», ὅπου καί στό τελευταῖο μέρος του συνοψίζεται ἡ ὅλη δογματική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας.
Ἀλλά ἡ πατερική ἀνθοφορία δέν σταμάτησε. Τέλη τοῦ 10ου αἰῶνα βρίσκουμε τόν ἅγιο Συμεών τόν νέο θεολόγο πού ὁμιλεῖ περί τοῦ θείου φωτός καί ὕστερα ἔχουμε ἐνώπιόν μας τούς Ἡσυχαστές Πατέρες μέ κύριο ἐκπρόσωπό τους τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, ὁ ὁποῖος εἶναι ἐκεῖνος πού κατενίκησε τόν δυτικό σχολαστικισμό καί ἐξέφρασε μέ τήν βαθυτάτη θεολογική του σκέψη, ὁλόκληρη τήν ὀρθόδοξη πνευματικότητα. Ἀκολουθοῦν καί οἱ ἄλλοι ἀξιόλογοι Πατέρες οἱ: Γρηγόριος Σιναΐτης, Νικόλαος Καβάσιλας, Φιλόθεος Κόκκινος, Σάββας Βατοπαιδινός καί φθάνουμε μέχρι τόν ἅγιο Μάρκο τόν Εὐγενικό. Ὅλοι τους συναντιῶνται στήν ἐμπειρία τῆς ἀληθοῦς θεολογίας, ἀκολουθῶντας ὁ ἕνας τόν ἄλλο.
Τά νεότερα χρόνια ἔχουμε τόν Ὅσιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη καί τόν Ἅγιο Νεκτάριο. Ὅλως ἐνδεικτικά ἀναφέρουμε μερικά μόνο ὀνόματα.
Ποιο είναι το θεολογικό τους έργο;
Πρώτιστο ἔργο τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ θεολογία καί ὅταν λέγομε θεολογία, δέν ἐννοοῦμε μία ξηρά ἀκαδημαϊκή γνώση, ἀλλά ἐννοοῦμε τήν γνώση τοῦ Θεοῦ, τόν λόγο περί τοῦ Θεοῦ, τήν ἐμπειρία Θεοῦ. Ὁ «Πατήρ» καί «Διδάσκαλος» τῆς Ἐκκλησίας φωτίζεται καί ἀποκτᾶ εὐρύτερη ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ καί μπορεῖ νά ἐκφράσει, νά πεῖ κάτι περισσότερο, γι’ αὐτό πού ὁ ἴδιος ἔζησε καί αἰσθάνθηκε ἐσωτερικά, ἐμπειρικά στήν ὕπαρξή του.
Ἔπειτα, μή λησμονοῦμε ὅτι οἱ Πατέρες ἀποτελοῦν συνέχεια τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καί ἡ διδασκαλία τους ἐκφράζει τήν πίστη καί τό φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτή ἡ πίστη καί τό φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας υἱοθετήθηκε, ὡς Ἱερά Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν ἔλαβε μάλιστα καί τήν ἐπικύρωση ἀπό τίς Οἰκουμενικές Συνόδους. Παράδοση καί φρόνημα στήν Ἐκκλησία γίνεται μόνον ὅ,τι ἀποτελεῖ γνήσια φανέρωση τῆς θείας ἀλήθειας. Μεμονωμένες ἀπόψεις καί γνῶμες τῶν Πατέρων, πού δέν υἱοθετήθηκαν ἀπό τήν Ἐκκλησία παραμένουν ἁπλῶς γνῶμες, σκέψεις, ἀπόψεις, ὄχι ὅμως Παράδοση καί Διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτό καί τέτοιες κατά καιρούς γνῶμες λησμονήθηκαν ἤ παραμερίστηκαν ἤ ἀπορρίφθηκαν (π.χ. ἡ ἄποψη περί ἀποκαταστάσεως τῶν πάντων).
Τό ἔργο, συνεπῶς, τῶν Πατέρων εἶναι θεολογικός λόγος καί συγγραφή γιά τήν ἐν Χριστῷ ζωή καί ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Οἱ ἅγιες αὐτές μορφές ἐξέφρασαν τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας, στήριξαν ποιμαντικά τούς ἀνθρώπους μέ ἔργα ἀγάπης καί μέ τήν αὐθεντία καί τό κῦρος τους διευθέτησαν καί τήν λειτουργική καί μοναχική ζωή. Ἔτσι στό πρόσωπό τους, ὁ καθένας μας, πρέπει νά βλέπει, τό ὑπόδειγμα πρός τό ὁποῖο ὀφείλει νά συμμορφωθεῖ μέ τήν χάρι τοῦ Θεοῦ.
Οι Πατέρες σε τί έχουν διακριθεί;
Οἱ Πατέρες διακρίνονται γιά τόν λόγο τους καί τά ἔργα τους. Εἰδικότερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας εἶναι: Ἡ ἁγιότητα τοῦ βίου, ἡ ὀρθόδοξη διδασκαλία τους, ἡ ὁμολογία τῆς πίστεως, ἡ ἀναγνώρισή τους τελικά ἀπό τήν Ἐκκλησία. Μάλιστα, οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας διδάσκουν μέ τό φωτισμό τοῦ ἁγίου Πνεύματος καί ἔχουν τά μέγιστα συμβάλλει στή διατύπωση τῆς δογματικῆς διδασκαλίας. Αὐτοί δημιούργησαν τό φρόνημα καί τό ἦθος τῆς Ἐκκλησίας καί διακήρυξαν τήν ὀρθόδοξη ἀλήθεια, τήν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ καί ἔτσι καί μόνον γι’ αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία ἀποκαλεῖται καί ὡς «Ἐκκλησία τῶν ἁγίων Πατέρων». Ὁ λόγος τους ἀκουγόταν ὂχι μόνο στήν Κων/λη, τά Ἱεροσόλυμα, τήν Ἀλεξάνδρεια καί τήν Ἀντιόχεια ἀλλά παντοῦ σέ πόλεις, κωμοπόλεις καί χωριά. Ἄλλωστε, στά χρόνια τους λειτούργησαν καί σπουδαῖες «Κατηχητικές Σχολές».
Ἔπειτα, ἐκτός ἀπό τήν διδασκαλία, οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας διεκρίθησαν καί γιά τήν ποιμαντική τους δράση. Ζωσμένοι κυριολεκτικά τό «λέντιον» τῆς διακονίας πρός τόν συνάνθρωπο ἦσαν ἀκούραστοι σέ ἔργα ἀγάπης καί φιλανθρωπίας. ‘Ἔτρεχαν κοντά στούς ἀσθενεῖς, στούς πτωχούς, στούς ἀδικουμένους, στούς εὑρισκομένους σέ ποικίλες θλίψεις. Ἵδρυσαν νοσοκομεῖα, πτωχοκομεῖα, ὀρφανοτροφεῖα, γηροκομεῖα, λωβοκομεῖα, λεπροκομεῖα, λοχοκομεῖα, δηλαδή μαιευτήρια, ξενῶνες γιά ταξιδιῶτες καί ἀστέγους, μέ πρῶτο βέβαια ἵδρυμα τήν περίφημη «Βασιλειάδα». Δηλαδή, δέν ἔμειναν μόνον σέ ὡραίους λόγους περί ἀγάπης καί ἐλεημοσύνης, ἀλλά τίς ἀρετές αὐτές τίς ἐφήρμοσαν στή πράξη. Ἡ ἀγάπη τους πάντοτε εὕρισκε τρόπους νά θεραπεύει τόν πόνο καί τήν θλίψη.
Μιλήστε μας για την μόρφωσή τους;
Ὀφείλουμε, πράγματι, νά ὑπογραμμίσουμε ὅτι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὑπῆρξαν βαθεῖς γνῶστες τῆς «θύραθεν παιδείας» καί τῆς χριστιανικῆς γραμματείας. Ἦσαν κατ’ ἐξοχήν, ἄνθρωποι τῶν γραμμάτων, πεπαιδευμένοι. Γι’ αὐτό καί στήν ἱστορία τῆς παγκοσμίου φιλολογίας κατέχουν σπουδαιότατη θέση μέ τά ὑπέροχα συγγράμματά τους. Μέ πνεῦμα διακρίσεως χρησιμοποίησαν τήν ἑλληνική φιλοσοφία, τήν ὁρολογία, τίς λέξεις, ὥστε κατόπιν νά δυνηθοῦν νά ἐκφράζουν τά ἀληθινά νοήματα τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας καί τό ἐπέτυχαν τοῦτο σέ ὕψιστο βαθμό. Κατόρθωσαν νά ἐπιτύχουν τόν ἄριστο συνδυασμό ἑλληνισμοῦ καί χριστιανισμοῦ, αὐτό τό μέγα ἐπίτευγμα γιά ὁλόκληρη τήν ἀνθρωπότητα. Δηλαδή, οἱ σοφοί Πατέρες δέν ὑποδουλώθηκαν σέ μορφές καί σχήματα τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας, ἀλλά χρησιμοποίησαν στοιχεῖα γιά τήν «ἔνδυση» θά λέγαμε, τοῦ μηνύματος τοῦ Εὐαγγελίου. Δέν ἦταν δέ μόνον ἡ Ἑλληνική φιλοσοφία, τήν ὁποία κατεῖχαν κατ’ ἄριστο τρόπο οἱ Πατέρες. Ἡ Ρητορική, ἡ Ἀστρονομία, τά Νομικά, ἡ Ἰατρική, τά Μαθηματικά, ἡ Γεωμετρία, ἡ Γεωπονική, ἡ Μουσική, ἡ Κοσμολογία, ἡ Ποίηση, ἀποτελοῦσαν χώρους, στούς ὁποίους οἱ Πατέρες ἔνοιωθαν μικρή ἤ μεγάλη ἄνεση, ἀνάλογα βέβαια καί μέ τήν κοινωνική ἤ γεωγραφική τους προέλευση.
Εἶναι ἐπίσης χαρακτηριστικό ὅτι οἱ περισσότεροι ἔγραψαν στήν ἑλληνική γλῶσσα. Ἔχουμε ὅμως καί Πατέρες πού ἔγραψαν στά Λατινικά, Συριακά, Κοπτικά, Ἀρμενικά, Αἰθιοπικά, Γεωργιανά καί σέ ἄλλες γλῶσσες. Οἱ ἐπιφανέστεροι βέβαια Πατέρες ἔγραψαν στήν Ἑλληνική γλῶσσα καί αὐτό γιατί ἡ Ἑλληνική, εἶναι ἡ πλουσιότερη καί ἡ ἀρτιότερη γλῶσσα γιά τήν ἀπόδοση τῶν μεγάλων θεολογικῶν ὅρων καί ἐννοιῶν. Ἰδιαίτερα γιά τήν διατύπωση τῆς δογματικῆς διδασκαλίας. Μόνο στήν ἑλληνική γλῶσσα ἀποδίδονται ἄριστα οἱ δογματικοί ὅροι ἀλλά καί οἱ ὕμνοι τῆς λατρείας τῆς Ἐκκλησίας.
Αὐτοὶ ἄλλωστε ἦσαν καί οἱ πνευματικοί στυλοβάτες τοῦ ὑπερχιλιετοῦς βίου τοῦ Βυζαντίου.
Ποια ήταν η σχέση των Πατέρων της Εκκλησίας με τις Ιερές Συνόδους;
Στενότερη ἦταν ἡ σχέση Συνόδου καί ἁγίων Πατέρων. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ἡ ἔννοια τῆς Συνοδικότητος ἦταν σέ ὑψηλό ἐπίπεδο στή ζωή τῶν Πατέρων γι’ αὐτό καί διαβάζουμε ὅτι πολλοί πατέρες ἐλάμβανον μέρος στίς Συνόδους. Ἄλλωστε, ὀφείλουμε νά μή λησμονοῦμε ὅτι μία Σύνοδος εἶναι ἡ συνέχεια καί θἄλεγα ἡ ἔκφραση τῆς εὐχαριστιακῆς συνάξεως. Γιά παράδειγμα στήν Α’ Οἰκουμενική Σύνοδο συμμετεῖχαν περί τούς 318 Πατέρες, στήν Β’ περί τούς 150, στήν Γ’ περί τούς 200 καί στήν Δ’ Οἰκουμενική Σύνοδο συμμετεῖχαν 630 Πατέρες. Ὁ ἴδιος μεγάλος ἀριθμός Πατέρων πάνω ἀπό 100 ἔλαβον μέρος καί στίς ἄλλες Οἰκ. Συνόδους. Αὐτοί οἱ ἅγιοι καί θεοφόροι Πατέρες μέ συνοδικό φρόνημα ἐξέδωκαν «Ὅρους» καί «Κανόνες» καί προέβησαν στόν ἀλάθητο καθορισμό τοῦ Τριαδολογικοῦ, Χριστολογικοῦ καί τῶν ἄλλων συναφῶν δογμάτων τῆς Ἐκκλησίας. Γιά παράδειγμα: Τό Σύμβολο τῆς Πίστεως, τό «Πιστεύω» ἀπό ποῦ τό ἔχουμε; Ἀπό τήν μέ θεία ἔμπνευση, καί σοφία τῶν Ἁγίων Πατέρων. Ὡς ἐπίσης καί ἀπό ἄλλους Πατέρες ἔχουμε τήν διατύπωση καί Ἱερῶν Κανόνων, οἱ ὁποῖοι μάλιστα ἐπεκυρώθησαν ἀργότερα καί ἀπό τήν Πενθέκτη Οἰκουμενική Σύνοδο τό 691 μ.Χ.. Συνεπῶς ἄρρηκτη εἶναι ἡ σχέση Πατέρων καί ἱερῶν Συνόδων.
Αναφέρατε μερικά έργα από την συγγραφική τους παραγωγή.
Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας εἶναι γεγονός ὅτι διεκρίθησαν γιά τά πολλά καί σπουδαῖα συγγραφικά τους ἔργα. Εἶναι ἔργα ἑρμηνευτικά στήν Ἁγία Γραφή, θεολογικές καί δογματικές πραγματεῖες, ὁμιλίες, κατηχητικοί λόγοι, βίοι ἁγίων, ἐπιστολές κἄ.
Εἰδικότερα, ἀναφέρουμε μερικά σπουδαιότερα ἔργα, ὅπως: Τοῦ Μεγ. Ἀθανασίου, Περί ἐνανθρωπήσεως, Βίος Μ. Ἀντωνίου. Τοῦ Μεγ. Βασιλείου, Πρός τούς νέους, ὅπως ἄν ἐξ’ ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο λόγων, Εἰς τήν ἑξαήμερον, Κατά Εὐνομίου, Περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Ὅροι κατά πλάτος καί Ὅροι κατ’ ἐπιτομήν καί Ὁμιλίες του. Τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Οἱ Θεολογικοί λόγοι, Οἱ Ἐπιτάφιοι, Τοῦ Γρηγορίου Νύσσης, Περί κατασκευῆς ἀνθρώπου, Κατά Εὐνομίου, Εἰς τό Ἅγιον Πάσχα, Περί Παρθενίας, Περί ἀρετῆς, Περί τελειότητος. Τοῦ Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Περί τῆς ἐν Πνεύματι καί ἀληθείᾳ προσκυνήσεως καί λατρείας. Τοῦ Μακαρίου Αἰγυπτίου, Πεντήκοντα ὁμιλίαι πνευματικαί.
Λαμπρά εἶναι καί τά ἔργα τοῦ Ἱ. Χρυσοστόμου ὅπως: Περί ἱερωσύνης, Περί κενοδοξίας καί ἀνατροφῆς τῶν τέκνων, Εἰς τόν Ἀπ. Παῦλον, Εἰς Ἀνδριάντας, Εἰς Εὐτρόπιον, Περί μετανοίας, Ἐπιστολές πρός Ὀλυμπιάδα.
Νά ἀναφέρουμε ἀκόμη τήν περίφημη Μυσταγωγία τοῦ Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, τήν Πηγήν Γνώσεως τοῦ Ἰω. Δαμασκηνοῦ καί φυσικά συγγράμματα σπουδαιότατα εἶναι τῶν Συμεών νέου Θεολόγου, Γρηγορίου Παλαμᾶ κἄ.
Τί έχετε να μας πείτε για τον εκδοτικό τομέα των πατερικών έργων;
Εἶναι ἱστορικό γεγονός, ὅτι ἡ τυπογραφία διευκόλυνε τήν ἔκδοση πατερικῶν συγγραφῶν καί βέβαια ἡ ἀνάπτυξη τῆς Πατρολογίας συνετέλεσε νά ἔχουμε τόν πατερικό θησαυρό στά χέρια μας. Κυρίως ἀπό τόν 16ο αἰῶνα παρατηρεῖται τό ἀξιόλογο φαινόμενο ἔκδοσης πατερικῶν κειμένων. Ὡστόσο, τό ἐνδιαφέρον τῶν μελετητῶν περισσότερο ἑστιάζεται στήν ἱστορικοφιλολογική παρουσίαση. Δέν ὑπεισέρχονται στό βάθος τῆς θεολογίας τῶν πατερικῶν ἔργων ἀλλά οἱ μελετητές αὐτοί ἔχουν ἀσχοληθεῖ ὡς ἐπί τό πλεῖστον μέ κριτήρια μόνον φιλολογικά. Τόν 19ο αἰῶνα, ὁ γάλλος ρωμαιοκαθολικός ἱερέας, ὁ Migne πραγματοποίησε σημαντικότατη ἑνιαία ἔκδοση ὅλων τῶν ἔργων ἑλλήνων καί λατίνων ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων. Πρόκειται γιά 160 τόμους. Ἀργότερα ἔχουμε ἀξιόλογες κριτικές ἐκδόσεις ὅπως εἶναι: τοῦ Assemani, τοῦ Mansi, τοῦ Pitra, ἡ Patrologia orientalis, ἡ σπουδαιοτάτη σειρά Sources Chretiennes καί ἀπό ἑλληνικῆς ἐκδοτικῆς πλευρᾶς νά μνημονεύσουμε: Τήν Βιβλιοθήκη Ἑλλήνων Πατέρων καί Ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων τῆς «Ἀπ. Διακονίας», Τά ἅπαντα τῶν ἁγίων Πατέρων, Τούς Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μέ μετάφραση τῶν καθηγητῶν Χρήστου, Σάκκου, Ζήση καί Ψευτογκά κἄ. Ἀξίζει βέβαια νά μνημονεύσουμε καί σέ ξένες γλῶσσες τήν ἔκδοση Πατερικῶν ἔργων. Συναφῆ εἶναι καί τά Λεξικά, ὅπως τοῦ Lampre, A patristie Greek Lexikon, πού ἐκδόθηκε στήν Ὀξφόρδη γιά δεύτερη φορά τό 1968, ὡς καί περιοδικά καί ἄλλα εὑρετήρια πατερικῶν ἔργων.
Τέλος, σημαντική εἶναι ἡ ὅλη ἐργασία ἡ ὁποία συντελεῖται σέ πολλά ἐπιστημονικά Κέντρα ἐρεύνης καί μελέτης τῆς πατερικῆς μας κληρονομιᾶς, ἰδίᾳ στή Θεσσαλονίκη τίς τελευταῖες δεκαετίες.
Η τελευταία ερώτηση αφορά την εποχή μας. Άραγε σήμερα οι Πατέρες της Εκκλησίας έχουν κάποιο λόγο να πουν και να προσφέρουν;
Εἴπαμε καί στήν ἀρχή ὅτι Πατέρες καί Διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας εἶναι οἱ φορεῖς τῆς Παραδόσεως καί τοῦ ἤθους τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι προσεγγίζοντας τήν ζωή τους ἤ τά συγγράμματά τους λαμβάνουμε μεγάλη διδαχή γιά τήν χριστιανική βιοτή μας.
Μποροῦν, λοιπόν, οἱ Πατέρες νά σταθοῦν καί γιά μᾶς σήμερα ζωντανές πηγές, φάροι καθοδηγητικοί καί θησαυροί πρός ἀξιοποίηση.
Οἱ Πατέρες δέν εἶναι μία νεκρά παρακαταθήκη, οὔτε ἀντικείμενα μουσείου, οὔτε τά συγγράμματά τους εἶναι ἁπλῶς γιά νά κοσμοῦν τά ράφια τῶν βιβλιοθηκῶν μας. Δέν εἶναι παρελθοντολογία, οὔτε ἡ διδασκαλία τους ἀντιδραστική καί ἀνεφάρμοστη θεωρία. Εἶναι κρῖμα, πού δυστυχῶς στά σχολεῖα μας, δέν διδάσκονται κείμενα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἐνῶ θά ἔπρεπε νά γίνεται τοῦτο, ἐδῶ στήν Ἑλλάδα.
Αὐτοί πρωτίστως οἱ Πατέρες μέ τήν ἄσκησή τους, μέ τούς πνευματικούς τους ἀγῶνες, ἀγάπησαν βαθύτατα τόν Θεό, ἔζησαν ἔντονα τό μυστήριο τοῦ Χριστοῦ, ἐφάρμοσαν κατά πάντα τό Εὐαγγέλιο στήν ζωή τους, φωτίστηκαν ἀπό τό Πανάγιο Πνεῦμα, θεολόγησαν καί πρόσφεραν στό λαό τοῦ Θεοῦ, στήν Ἐκκλησία, τήν ἀποκάλυψη τῆς θείας διδασκαλίας.
Λέγει πολύ χαρακτηριστικά ἕνα τροπάριο τῆς ἑορτῆς τῶν Ἁγίων Πατέρων: «Ὅλην εἰσδεξάμενοι τήν νοητήν λαμπηδόνα τοῦ ἁγίου Πνεύματος, τό ὑπερφυέστατον χρησμολόγημα, τό βραχύ ρήματι καί πολλῇ συνέσει θεοπνεύστως ἀπεφθέγξαντο… ἄνωθεν λαβόντες τήν τούτων ἀποκάλυψιν σαφῶς καί φωτισθέντες ἐξέθεντο ὅρον θεοδίδακτον».
Συνεπῶς, οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καί στήν ἐποχή μας ἔχουν λόγο καί εἶναι οἱ κατ’ ἐξοχήν διδάχοι τῆς ὀρθοδόξου πίστεώς μας. Τό ζητούμενο κάθε φορά εἶναι, πώς θ’ ἀποκτήσουμε πατερικό φρόνημα καί πώς μ’ αὐτό, θά προχωροῦμε στήν ἐπίλυση καί τῶν συγχρόνων ζητημάτων.