I.Μ. Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων Μητρόπολις Μονεμβασίας & Σπάρτης

Ιανουαρίου 14, 2024

Η Ιερά Μονή Αγίων Τεσσαράκοντα Μεγαλομαρτύρων είναι κτισμένη σε μία περιοχή με σπάνιο φυσικό κάλλος, η οποία διαθέτει όλες τις προϋποθέσεις για ησυχαστική ζωή, μία ζωή, που συγκινεί και εμπνέει τους Μοναχούς.

Σε απόσταση 15΄ βορειοανατολικά από τη νέα Μονή βρίσκεται η παλαιά Μονή, κτισμένη σε μια φυσική χαράδρα δίπλα στα ήρεμα νερά του χειμάρρου Σωφρόνη (σε απόσταση 20΄από τη Σπάρτη).

Πρόκειται για μία ολόκληρη μοναστική πολιτεία με κελλιά για τους Μοναχούς, διαδρόμους ανάμεσα στα κελλιά, Ναό (Καθολικό), αποθήκες για τα τρόφιμα, Τραπεζαρία των Μοναχών (“Τράπεζα”) και άλλους μοναστηριακούς χώρους.

Σύμφωνα με την κτητορική επιγραφή, η οποία σώζεται μέσα στο σπηλαιώδη Ναό του παλαιομονάστηρου, η Μονή κτίστηκε το έτος 1305 επί βασιλείας του Αυτοκράτορος του Βυζαντίου Ανδρονίκου του πρεσβύτερου (1283-1328):

Ανηγέρθη εκ βάθρων και ανιστορήθη ο θείος ναός των αγίων ενδόξων μεγάλων μαρτύρων Τεσσαράκοντα δια συνεργίας και πόθου Γερμανού ιερομονάχου και Γρηγορίου μοναχού και Θεοδοσίου μοναχού επί της βασιλείας των ευσεβεστάτων βασιλέων Ανδρονίκου και Ειρήνης και Μαρίας , μητρός των Παλαιολόγων έτει ΩΙΓ’.

Όπως προαναφέραμε, ο Ναός (το Καθολικόν) είναι σπηλαιώδης. Πρόκειται δηλ. για ένα φυσικό σπήλαιο διαμορφωμένο περίτεχνα σε Ναό.

Στο βάθος του σπηλαίου είναι τοποθετημένη η Αγία Τράπεζα, ενώ όλες οι επιφάνειες είναι αγιογραφημένες από το σπουδαίο Λακεδαιμόνιο αγιογράφο Κωνσταντίνο Μανασσή, όπως αναφέρει σχετική σωζόμενη επιγραφή.

Το σύνολο των τοιχογραφιών είναι αξιόλογο, η θεματολογία εκτεταμένη και τα χρώματα πλούσια, ζεστά και κατανυκτικά. Ξεχωρίζει για τη σπάνια εκφραστικότητά του το Μαρτύριο των Αγίων Τεσσαράκοντα.

Η παλαιά Μονή μάλλον κτίστηκε, για να φιλοξενήσει προϋπάρχουσα μοναστική Αδελφότητα και είναι απίθανο να ακολουθήθηκε η αντίθετη πορεία, δηλ. κάποιος ενάρετος ασκητής να ζούσε αρχικά μόνος και στη συνέχεια να προσείλκυσε κοντά του πλήθος μαθητών.

Η μόνη πρόσβαση, που είχε η Παλαιά Μονή προς τον έξω κόσμο, ήταν ένα μονοπάτι με κατεύθυνση προς δυσμάς. Επειδή το μονοπάτι αυτό ήταν στενό και δύσβατο, για τον ανεφοδιασμό της Μονής σε τρόφιμα κι άλλα αναγκαία κατασκευάστηκε εξαρχής μία αποθήκη στη θέση της σύγχρονης Μονής, όπου άλλωστε βρίσκονταν και τα μοναστηριακά κτήματα, αμπέλια, ελαιώνες κ.α., καθώς και ο σταύλος των ζώων.

P7_3

Έτσι με την πάροδο των ετών η περιοχή αυτή εξελίχθηκε σε Μετόχι αρχικά της Παλαιάς Μονής και στη συνέχεια κατέληξε να γίνει η νέα Μονή, η οποία αντικατέστησε την Παλαιά.

Η αντικατάσταση αυτή επεβλήθηκε εκ των πραγμάτων για τους εξής τρεις κυρίως λόγους: 1) πολλές φορές εξαιτίας των πλημμυρών που προκαλούσαν τα όμβρια ύδατα αλλά και εξαιτίας άλλων δυσμενών καιρικών συνθηκών (χαλάζι, πάγος) απειλούνταν άμεσα οι καλλιέργειες της Μονής και ως εκ τούτου ήταν επιβεβλημένη η επί τόπου παρουσία περισσοτέρων του ενός αδελφών της Μονής. Έτσι σιγά – σιγά κτίστηκαν κι άλλα κελλιά και μοναστηριακά οικοδομήματα και εν ολίγοις πραγματοποιήθηκε συν τω χρόνω αξιόλογη και αποφασιστικής σημασίας επέκταση του Μετοχίου. 2) Μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι ραγδαίες βροχοπτώσεις παρέσυραν πέτρες, ξύλα και χώμα, καταπνίγοντας και καταχώνοντας την Παλαιά Μονή. Αν κρίνουμε μάλιστα από την υπάρχουσα κατάσταση του Παλαιομονάστηρου μία τέτοια εκδοχή είναι πιθανή, αν όχι αληθής. 3) Κακοποιά στοιχεία, όπως οι Αλβανοί, ανάγκασαν τους Μοναχούς να εγκαταλείψουν την προσφιλή τους Μονή.

Ως αποτέλεσμα αυτής της πραγματικότητας λοιπόν προέκυψε η νέα Μονή. Με τα παλαιότερα και αρχαιότερα αλλά και τα νεώτερα κτίριά της. Με εκείνα που είναι σύγχρονα της αρχικής εγκαταστάσεως των Μοναχών στη νέα Μονή και με τα μεταγενέστερα. Τα πρώτα είναι κατά κανόνα θολωτά επιμήκη οικοδομήματα με πολύ παχείς τοίχους (1 μ.). Ενδιαφέρον παρουσιάζει η παλαιά τραπεζαρία της νέας μονής, η οποία ήταν αγιογραφημένη. Επίσης ο φώκος (focus: εστία), ένα κυκλικό οικοδόμημα με ένα τεράστιο τζάκι στη μέση, όπου οι μοναχοί κάθονταν επάνω στα κτιστά καθίσματα εφαπτόμενα στους τοίχους και ζεσταίνονταν εκ περιτροπής. Ο φώκος ή φωτάναμμα των Αγίων Σαράντα αποτελεί σπάνια περίπτωση και το γεγονός αυτό επισημαίνεται και στη σχετική βιβλιογραφία.

Τέλος στη νότια πλευρά τής Μονής και συγκεκριμένα στο ανατολικό άκρο της πτέρυγας υπήρχε πύργος τετραόροφος εφοδιασμένος με πολεμοθυρίδες (πιθανότατα καταχύστρες, από όπου χυνόταν καυτό λάδι στους επιδρομείς) και σκοπιές. Ήταν ένα είδος άκροπόλεως της Μονής, απ’ όπου οι Μοναχοί αμύνονταν κατά των Αλβανών επιδρομέων. Σήμερα σώζονται οι τρεις από τους τέσσερις ορόφους, εκ των οποίων ο τρίτος έχει μετατραπεί σε Μουσείο της Μονής.

Το Καθολικό της νέας Μονής είναι Ναός σταυροειδής με τρούλο. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η τοιχοδομία του Ναού, η οποία σε γενικές γραμμές είναι απλή. Τεμάχια πλακών από άλλους Ναούς ή μαρμάρων της κλασικής αρχαιότητος ή τέλος μαρμάρινες πλάκες ενεπίγραφες ή άλλες με ανάγλυφες διακοσμήσεις είναι εντοιχισμένες στους εξωτερικούς τοίχους του Καθολικού.

Αμυδρός, μυστηριώδης και κατανυκτικός είναι ο εσωτερικός φωτισμός του Ναού, τον οποίο ένας περιορισμένος αριθμός μικρών παραθύρων έχει κατορθώσει να δημιουργήσει.

IMG_2

Οι αγιογραφίες του Ναού αποτελούν ένα θαύμα της βυζαντινής ζωγραφικής και αγγίζουν τα όρια της υψηλής τέχνης. Σύμφωνα με την κτητορική επιγραφή του καθολικού, η οποία αναφέρει ως κτήτορες τον ιερομόναχο Κυπριανό, ηγούμενο της Μονής καί τους Μοναχούς Παρθένιο και Θεοδόσιο, τις αγιογραφίες εξετέλεσε ο περίφημος εκ Ναυπλίου καταγόμενος αγιογράφος Γεώργιος Μόσχος. Εντυπωσιάζουν τον επισκέπτη – προσκυνητή το πλήθος των θεμάτων, ο πλούτος των χρωμάτων, η βαθιά έκφραση αλλά και η χάρη στη στάση και την κίνηση των εικονιζόμενων αγίων και τέλος η ισορροπία και η αρμονία των πολυπρόσωπων συνθέσεων. Εδώ θα δει κανείς όλο το θεματολόγιο της βυζαντινής τέχνης: Οσίους και Οσίες, Μάρτυρες, Σκηνές Μαρτυρίων, Σκηνές από τη ζωή του Ιησού Χριστού (Χριστολογικός Κύκλος) τους 24 οίκους των Χαιρετισμών, θέματα με δογματικό και λειτουργικό περιεχόμενο και άλλα πρωτότυπα θέματα που η καλλιτεχνική ιδιοφυϊα του Γ. Μόσχου μπόρεσε να συλλάβει. Εντυπωσιακό τέλος είναι το ξυλόγλυπτο τέμπλο και ο επίσης ξυλόγλυπτος Αρχιερατικός θρόνος με τα υπέροχα διακοσμητικά θέματα και τις εμφανείς επιδράσεις της τεχνοτροπίας μπαρόκ σε μερικά σημεία.

Δίπλα ακριβώς από το Καθολικό της Μονής βρίσκεται το παρεκκλήσιο της Ζωοδόχου Πηγής (Παναγίας της Χρυσοπηγής) και έξω από τον περίβολο της Μονής, σε απόσταση 300 μέτρων περίπου ο κοιμητηριακός Ναός, αφιερωμένος στους Αγίους Πάντες.

Η Ιερά Μονή των Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων από την ίδρυσή της ακόμη είχε προσελκύσει την εύνοια του Οικουμενικού Πατριαρχείου και είχε κινήσει το ενδιαφέρον Μητροπολιτών και Επισκόπων. Έτσι, το Οικουμενικό Πατριαρχείο, εκτιμώντας τις αρετές των μοναχών της και αναγνωρίζοντας ότι η Μονή εκπληρώνει με συνέπεια και ευσυνειδησία τον προορισμό της, την ανακήρυξε σταυροπηγιακή Μονή και της προσέφερε παρά πολλά προνόμια. Από τότε πολλά άλλα μοναστήρια άρχισαν να προσαρτώνται στη Μονή για να μπορούν να εκπληρώνουν τον προορισμό τους χωρίς εμπόδια, τα οποία προέβαλλαν οι μουσουλμάνοι Τούρκοι κατακτητές, και πολλές αφιερώσεις κτημάτων επακολούθησαν. Συνολικά τέσσερα (4) πατριαρχικά σιγγίλια απελύθησαν κατά καιρούς, τα οποία διασφάλιζαν τη σταυροπηγιακή αξία της Μονής. Το τέταρτο μάλιστα απελύθη επί της πατριαρχίας του Γρηγορίου Ε΄.

Αλλά και σουλτανικά φιρμάνια εκδόθηκαν, τα οποία επιδαψίλευσαν στη Μονή εξαιρετικά προνόμια και γενικά οι Σουλτάνοι ποτέ δεν υστέρησαν σε εκδηλώσεις εύνοιας προς τη Μονή.

Το πιο σπουδαίο από αυτά τα έγγραφα, τα οποία είχε στην κατοχή της η Μονή είναι ο Αχταναμές (διαθήκη) του Μωάμεθ, ιδρυτή τής θρησκείας του Μωαμεθανισμού. Αυτή τη διαθήκη την είχε συντάξει ο Μωάμεθ αρχικά για τη Μονή του Σινά και με αυτή παραχωρούσε στην Εκκλησία και τους λειτουργούς της, Επισκόπους, Ιερείς, Μοναχούς και Ασκητές πλήρη ελευθερία στην εξάσκηση των θρησκευτικών τους καθηκόντων, τους απάλλασσε από κάθε είδους φορολογία και στρατιωτική υποχρέωση και επιπλέον υποχρέωνε τους μουσουλμάνους να τους προστατεύουν από όσους τους ενοχλούσαν.

P7_4

Ο Αχταναμές βοήθησε πράγματι τη Μονή σε δύσκολες ημέρες. Η παράδοση αναφέρει ότι η Μονή χρησιμοποίησε τον Αχταναμέ για να αμυνθεί απέναντι στις αρπακτικές διαθέσεις των Τούρκων διοικητών, υπαλλήλων αλλά και πάσης φύσεως επιδρομέων, οι οποίοι ενοχλούσαν τη Μονή και τους μοναχούς, ζητώντας χρήματα, τρόφιμα κα.

Για να απαλλαγούν λοιπόν οι Μοναχοί μία για πάντα από τις ενοχλήσεις των Τούρκων, κρέμασαν τον Αχταναμέ πάνω από την εξωτερική θύρα της Μονής και τοποθέτησαν μπροστά του καντήλι που έκαιγε συνεχώς. Οι Τούρκοι, βλέποντας τον Αχταναμέ με την ιερή απεικόνιση του χεριού τού Μωάμεθ προσκυνούσαν με ευλάβεια και έφευγαν χωρίς άλλες απαιτήσεις.

Στη Μονή σώζονται επίσης αξιόλογα ιερά κειμήλια, όπως ξυλόγλυπτοι σταυροί, άγια δισκοπότηρα, αργυρές λειψανοθήκες με ανάγλυφες διακοσμήσεις, άμφια, ευαγγελιστάρια, κηροπήγια, ασημένιοι δίσκοι, χειρόγραφοι συναξαριστές, αρχαίες εικόνες και μία μαρμάρινη κολυμβήθρα, όπου τελούσαν το Μεγάλο αγιασμό των Θεοφανείων.

Επίσης εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η Βιβλιοθήκη της Μονής, η οποία διαθέτει πολυάριθμους χειρόγραφους κώδικες.

Μεγάλη και ανεκτίμητη υπήρξε η προσφορά της Μονής στον υλικό και πνευματικό αγώνα του Έθνους κατά την παλιγγενεσία του 1821. Η Μονή ανέπτυξε πολύπλευρη δράση και στον τομέα της Παιδείας (μορφωμένοι αδελφοί της Μονής δίδασκαν τα γράμματα σε φτωχά παιδιά των γύρω χωριών και επιπλέον τους παρείχαν τροφή και αναγκαία είδη) στον τομέα του καταρτισμού των υποψηφίων κληρικών, της διενέργειας συσσιτίων, της καταβολής λύτρων για την εξαγορά αιχμαλώτων, της γενναίας οικονομικής ενισχύσεως και συνδρομής του Αγώνα, της παροχής εφοδίων και τροφίμων στους αγωνιστές( χιλιάδες οκάδες σιτάρι, αιγοπρόβατα κ.α.). Γι΄αυτό το λόγο και η Μονή έχαιρε της εκτιμήσεως και της ευγνωμοσύνης όλων. Είναι μάλιστα χαρακτηριστική η μεγάλη αφοσίωση σε αυτήν του σπουδαίου οπλαρχηγού και ηγέτη της Επαναστάσεως Θεοδώρου Κολοκοτρώνη.

Οι άγιοι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες.

Οι άγιοι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες έζησαν στις αρχές του 4ου αι. στην πόλη της Σεβαστείας στον Πολεμωνιακό Πόντο, στη Βόρεια Μ. Ασία. Ήταν στρατιώτες του ρωμαϊκού στρατού, καταγόμενοι ο καθένας από διαφορετικά σημεία της Αυτοκρατορίας. Ήταν τόσο γενναίοι στρατιώτες και ικανοί στην τέχνη του πολέμου, ώστε να αποτελούν ξεχωριστό επίλεκτο σώμα. Όλοι και κυρίως ο λαός της Σεβαστείας τους θαύμαζαν και τους αγαπούσαν. Δεν μπόρεσαν όμως να απαλλαγούν από το φθόνο κάποια στιγμή ορισμένων συστρατιωτών τους, οι οποίοι τους κατηγόρησαν στον ηγεμόνα τής πόλεως Αγρίκολα ότι ήταν χριστιανοί και με αφοσίωση λάτρευαν ως Θεό τους τον Ιησού Χριστό.

Agioi-Tessarakonta1

Ο ηγεμόνας τότε τους κάλεσε και με υποσχέσεις στην αρχή προσπάθησε να τους δελεάσει και να τους απομακρύνει από την ορθή πίστη στο τέλος όμως τους έθεσε το δίλημμα: να θυσιάσουν στα είδωλα, αρνούμενοι το Χριστό ή να πεθάνουν. Εκείνοι χωρίς να δειλιάσουν προτίμησαν το θάνατο και την ίδια στιγμή σε ένδειξη περιφρόνησης πέταξαν στο έδαφος τις στρατιωτικές τους ζώνες. Ο ηγεμόνας Αγρίκολα μετά από πολυήμερη κάθειρξη σε σκοτεινή και υγρή φυλακή, τους οδήγησε στην παγωμένη λίμνη που βρισκόταν έξω από την πόλη της Σεβαστείας και τους άφησε εκεί γυμνούς και εκτεθειμένους μια ολόκληρη νύχτα στο φοβερό κρύο να πεθάνουν μέσα σε φοβερούς πόνους από τα κρυοπαγήματα. Για να κάνει επίσης πιο επώδυνο το μαρτύριό τους σε μικρή απόσταση από τη λίμνη άναψε ένα θερμό λουτρό ώστε στη θέα του και μόνο να δειλιάσουν οι μάρτυρες και να εγκαταλείψουν τη λίμνη.

Όλη τη νύχτα οι Άγιοι Τεσσαράκοντα ενίσχυαν ο ένας τον άλλο με παρηγορητικά και θεόπνευστα λόγια: Δριμύς ο χειμών αλλά γλυκύς ο παράδεισος, αλγεινή η πήξις αλλά ηδεία η απόλαυσις. Όμως μέσα στη βαθειά νύχτα συνέβη ένας από τους μάρτυρες μπροστά στη θέα του θερμού λουτρού να δειλιάσει και να εγκαταλείψει τη λίμνη. Όταν όμως έφτασε στα σκαλοπάτια του λουτρού, το σώμα του, το οποίο, λόγω του ψύχους ήταν σχεδόν νεκρό, επειδή το αίμα είχε εγκαταλείψει προ πολλού τα μέλη του και είχε υποχωρήσει συνωστισμένο στην περιοχή της καρδιάς, στην πρώτη επαφή του με το θερμότατο αέρα, ο οποίος έβγαινε μέσα από το λουτρό, δεν άντεξε και έλιωσε κυριολεκτικά σαν το κερί και αφανίστηκε.

Το γεγονός αυτό γέμισε με θλίψη τις ψυχές των υπολοίπων μαρτύρων, οι οποίοι με μεγάλη αγωνία προσευχήθηκαν στο Θεό να τους ενισχύσει, για να υπομείνουν μέχρι τέλος το μαρτύριο.

Εκείνη τη στιγμή, πράγματι, εμφανίστηκε στον ουρανό ο Αγωνοθέτης Χριστός και μαζί σαράντα ολόχρυσα στεφάνια, τα οποία χαμήλωσαν και εκάθησαν πάνω στα κεφάλια των Αγίων Μαρτύρων, δίνοντάς τους απερίγραπτη παρηγοριά και ουράνια ευφροσύνη και χαρά. Το τεσσαρακοστό όμως στεφάνι, επειδή δεν είχε τόπο να σταθεί, έμεινε μετέωρο στον αέρα. Το όραμα αυτό και το στεφάνι, που εξακολουθούσε να μένει μετέωρο δεν μπόρεσαν να διαφύγουν της προσοχής τού ρωμαίου δεσμοφύλακα, του Αγλαΐου, ο οποίος, αν και ειδωλολάτρης, κατανόησε βαθιά ότι το ουράνιο εκείνο στεφάνι για το μάρτυρα που λιποτάκτησε θα μπορούσε να γίνει δικό του εκείνη τη στιγμή, αν το ήθελε. Έτσι χωρίς να χάσει καιρό με τη δύναμη και το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, ξύπνησε τους συντρόφους του, τους άλλους δεσμοφύλακες, πέταξε τα ρούχα του και μπήκε στη λίμνη, φωνάζοντας: είμαι και εγώ χριστιανός! Το γεγονός αυτό γέμισε με μεγάλη χαρά τις ψυχές των Αγίων Μαρτύρων, οι οποίοι δόξασαν το Θεό για τα μεγάλα και θαυμαστά έργα Του.

Την άλλη μέρα το πρωί, οι δεσμοφύλακες πήραν τους Αγίους Τεσσαράκοντα, τους έσπασαν χέρια και πόδια και τους έριξαν στη φωτιά. Την ώρα όμως που εκτελούσαν την αποτρόπαια αυτή πράξη, πρόσεξαν ότι ένας από τους μάρτυρες, ο πιο νέος και ο πιο δυνατός, ο οποίος λεγόταν Μελίτων, εξακολουθούσε ακόμα να ζει. Σκέφτηκαν τότε να μην το σκοτώσουν αλλά να τον αφήσουν να ζήσει. Τον παρέδωσαν μάλιστα στη μητέρα του, η οποία καθ΄όλη τη διάρκεια της νύχτας είχε παρακολουθήσει μαζί με άλλους χριστιανούς το μαρτύριο του παιδιού της. Συνέβη όμως τότε κάτι το απροσδόκητο και απίστευτο. Η γενναία και ευσεβής εκείνη χριστιανή μάνα πήρε στους ώμους της το παιδί της, το γενναίο μάρτυρα, άγιο Μελίτωνα, και άρχισε να τρέχει για να προλάβει τους δημίους, οι οποίοι είχαν ήδη φορτώσει στην άμαξα τούς Αγίους Τεσσαράκοντα και τους έπαιρναν για να τους κάψουν. Η φιλόθεη εκείνη μητέρα δεν ησύχασε παρά μόνο όταν τοποθέτησε πάνω στην άμαξα μαζί με τα άλλα σώματα των μαρτύρων και το σώμα του δικού της παιδιού. Στο τέλος,οι φοβεροί εκείνοι δήμιοι, αφού τους έκαψαν, έριξαν τα λείψανα των Αγίων στο διπλανό ποτάμι.

Τρείς μέρες αργότερα, οι άγιοι εμφανίστηκαν σε όνειρο στον επίσκοπο των χριστιανών της Σεβαστείας Πέτρο και του υπέδειξαν το σημείο στο οποίο βρίσκονταν τα άγια λείψανά τους. Εκείνος με τη βοήθεια μερικών ευσεβών χριστιανών, περισυνέλεξε με ευλάβεια και κατάνυξη τα ιερά λείψανα των Αγίων Τεσσαράκοντα Μεγαλομαρτύρων.

Η μνήμη τους εορτάζεται την 9η Μαρτίου.

Last modified on Δευτέρα, 15 Ιανουαρίου 2024 11:38