Ι.Μ. ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΕΛΕΟΥΣΗΣ ΚΟΥΜΠΑΡΗ

Ἡ Ἱερά Μονή «Θεοµήτορος Ἐλεούσης», καθιερωµένη στην Κοίµηση της Θεοτόκου, γνωστή ὡς Μοναστήρι τοῦ Κούµπαρη, βρίσκεται 14 χιλιόµετρα ἔξω ἀπό τήν Σπάρτη. Εἶναι κτισµένη στοῡς πρόποδες τοῦ Ταϋγέτου, στήν πλευρά ἑνός κατάφυτου λόφου νοτιοδυτικά τοῦ χωριοῦ Παλαιοπαναγιά. Ὁ προσκυνητής πού ἐπιθυµεί νά ἐπισκεφθεῖ τήν Μονή, µπορεῖ εἴτε νά περπατήσει τόν 40λεπτο χωµατόδροµο πού τήν συνδέει µέ τό χωριό, εἴτε νά καλύψει µέ τό αὐτοκίνητο τήν ἴδια διαδροµή.

Ὁ ἀκριβής χρόνος ἵδρυσης τῆς Μονῆς παραµένει ἄδηλος, ἐνῶ ἔχουν διατυπωθεῖ ἀπόψεις γιά προχριστιανική χρήση τοῦ χώρου αὐτοῦ -χωρίς βεβαίως ἀνασκαφική ἐπιβεβαίωση- καθώς καί γιά ἐνδεχόµενη ὕπαρξη παλαιότερου ἱεροῦ ναοῦ. Σύµφωνα πάντως µέ πληροφορίες πού µᾶς παρέχουν οἱ ἱστορικές πηγές, ἡ χρονική ἀφετηρία τῆς Μονῆς θά πρέπει συµβατικά νά τοποθετηθεῖ στά µέσα τοῦ 13ου αἰώνα, ἀφοῦ γιά πρώτη φορά τήν συναντοῦµε ὡς «Μονή τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου Ἐλεούσης» στό γνωστό χρυσόβουλο τοῦ Ἀνδρονίκου Β΄ Παλαιολόγου (1292-1293).

3GIA SITE_Page_1_Image_0004

Ἀπό ἐκείνη τήν Μονή τῶν βυζαντινῶν χρόνων, σήµερα σώζονται µόνο κάποια µαρµάρινα σπαράγµατα, ἐντοιχισµένα στήν τοιχοποιΐα τῆς ἐκκλησίας, τοῦ κωδωνοστασίου καί τοῦ ὀχυρωµατικοῦ τείχους. Ἄξιο προσοχῆς εἶναι ἐπίσης καί ἕνα κιονόκρανο, πιθανότατα ἀπό τούς κίονες τοῦ βυζαντινοῦ ναοῦ. Οἱ ὑπάρχουσες ἐνδείξεις ἀλλά καί ἡ ἱστορία τῆς εὐρύτερης περιοχῆς συνηγοροῦν στό ὅτι, ἡ βυζαντινή µονή κατά τήν πρώτη περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας περιῆλθε σέ παρακµή, ἐγκαταλείφθηκε καί σιγά σιγά ἐρηµώθηκε.

GIA SITE_Page_1_Image_0007

GIA SITE_Page_1_Image_0005

Τό 1602 ἀνοικοδοµήθηκε τό µοναστηριακό συγκρότηµα πού βλέπουµε σήµερα. Ἀπό τήν γραπτή κτιτορική ἐπιγραφή πού βρίσκεται πάνω ἀπό τήν βόρεια εἴσοδο τῆς ἐκκλησίας, πληροφορούµαστε πώς, ὁ «…Ο ΘΕΙΟΣ ΚΑΙ ΠΑΝΣΕΠΤΟΣ ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΘΕΟΜΗΤΟΡΟΣ ΤΗΣ ΕΠΟΝΟΜΑΖΟΜΕΝΗΣ ΕΛΕΟΥΣΑ ΚΟΎΜΠΑΡΗ, ΑΝΗΓΕΡΘΕΙ ΚΑΙ ΑΝΙΣΤΟΡΗΘΕΙ ΤΟ 1602…». Ἡ µελέτη τῆς koubari 1GIA SITE_Page_1_Image_0008

ἐπιγραφῆς µᾶς φανερώνει, ἀφ’ ἑνός τό ἔτος ἐπανίδρυσης τῆς Μονῆς, ἀφ’ ἑτέρου µᾶς πληροφορεῖ πώς αὐτή παραµένει ἀφιερωµένη στήν Παναγία Ἐλεοῦσα. Ἐδῶ, γιά πρώτη φορά συναντᾶται καί ὁ προσδιορισµός «Κούµπαρη». Γιά τήν ἐπωνυµία αὐτή, πού ἡ προέλευσή της θά πρέπει νά ἀναζητηθεῖ ἀνάµεσα στό τέλος τοῦ 13ου καί τίς ἀρχές τοῦ 17ου αἰῶνα, ἔχουν γραφτεῖ διάφορες ὑποθέσεις. Πιθανότερη φαίνεται ἐκείνη πού ὑποστηρίζει, ὅτι σχετίζεται µέ τό ὄνοµα τοῦ ἀνθρώπου πού δαπάνησε καί ἔπραξε πολλά γιά τήν “ἐκ βάθρων” ἀνέγερση καί ἀναβίωσή της. Ἐπίσης τό ὄνοµα τῆς Μονῆς µέ τήν παραλλαγή «Κούµαρη», ἀπαντᾶται σέ ἀφιερωµατική ἐγχάρακτη ἐπιγραφή ἑνός Ἁγίου Ποτηρίου του 1624, ἀποθησαυρισµένο σήµερα στό σκευοφυλάκιο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ζερµπίτσης.

GIA SITE_Page_1_Image_0009

Τό κτηριακό συγκρότηµα τῆς Μονῆς, παρουσιάζει ἔντονο φρουριακό χαρακτῆρα καί ἀναπτύσσεται σέ βαθµίδες, λόγω τῆς ἐδαφικῆς κλίσης. Σήµερα σώζονται σέ πλήρη µορφή τό καθολικό (ἐκκλησία τῆς Μονῆς), τά κελιά τῆς ἀνατολικῆς πτέρυγας, τό ὀχυρωµατικό τεῖχος καί ἡ πύλη µέ τήν καµάρα τῆς εἰσόδου. Κατά µία λογοτεχνική περιγραφή, «Μερικά ἀπό τά ἄλλα κελιά, µονόροφα, διόροφα, µέ τίς τοξοτές πόρτες καί τά παράθυρά τους, εἶναι ἴσως βυζαντινῆς ἐποχῆς, ὅπως δείχνει τό γερό χτίσιµο, ἡ καλοπελεκηµένη πέτρα καί ὁ ἀσβέστης, ὅµοια ὅλα στό χτίσιµο µέ τό παλαιότερο τεῖχος. Φαγωµένα ἀγκωνάρια, χέρια ἀπό γκρίζους τοίχους πού ὑψώνονται ἱκετευτικά στόν Ὕψιστο, παράθυρα τοξοτά σέ δίπατα κελιά, ἕνας φοῦρνος µέ µισοκλεισµένα χείλη… καµάρες ὅλο ὑγρασία, τά κελλάρια τῶν µοναχῶν, ἡ στέρνα στό στόµα τοῦ µικροῦ βράχου, ὅλα σιωπαίνουν… αἰῶνες τώρα».

 

 

 

 GIA SITE_Page_1_Image_0010

Τό καθολικό εἶναι µονόκλιτος θολοσκεπής ναός σέ ρυθµό βασιλικῆς, µέ διαστάσεις ἀναλογικές στήν κλίµακα τοῦ περιβάλλοντος χώρου. Ἔχει δύο θύρες εἰσόδου, καί στό µέσον τῆς δυτικῆς πλευρᾶς του ὑψώνεται τετράγωνο µονόλοβο κωδωνοστάσιο.

Τό ἐσωτερικό τοῦ ναοῦ εἶναι πλούσια κοσµηµένο µέ τοιχογραφίες τοῦ 17ου αἰῶνα, πού παρουσιάζουν τά χαρακτηριστικά τῆς λεγόµενης «Κρητικῆς Σχολῆς», σέ µία πιό ἁπλοποιηµένη της µορφή. Ἀποδίδονται στούς Ναυπλιῶτες ἀδελφούς Δηµήτριο καί Γεώργιο Μόσχο. Μάλιστα, γιά τούς εἰδικούς ἐρευνητές, ὁ συγκεκριµένος ἁγιογραφικός διάκοσµος ἀποτελεῖ τό πρῶτο χρονικά ἔργο τους. Οἱ ἁγιογραφίες, ὅσες διασώθηκαν ἀπό τήν φθορά τοῦ χρόνου, ἀλλά καί ἀπό ἀδιάκριτες ἀνθρώπινες ἐπεµβάσεις, ἱστοροῦνται σέ ὁριοθετηµένους πίνακες καί ἐπάλληλες σειρές.

GIA SITE_Page_1_Image_0011 GIA SITE_Page_1_Image_0012

koubari2  GIA SITE_Page_1_Image_0014

Στά µέσα τοῦ 17ου αἰῶνα, ἡ Μονή εἶχε ἀναδειχθεῖ σέ «ἀξιόλογον ὀργανισµόν, εὐποροῦντα καί διαρκῶς ἀναπτυσσόµενον, ὥστε νά δύναται νά ἀγοράζη καί νά συναλλάσσεται εὐχερῶς», ὅπως φαίνεται ἀπό ἕνα πωλητήριο ἔγγραφο τοῦ 1634. Σύµφωνα πάντα µέ γραπτές πηγές τῆς ἐποχῆς καί ἰδιαίτερα ἀπό τήν καταγραφή τῶν περιουσιακῶν της στοιχείων, πού διενήργησε ἡ Ἐκκλησιαστική Ἐπιτροπή τήν ὁποία συνέστησε ὁ Καποδίστριας τό 1829, διαφαίνεται ότι ἡ περιουσία τῆς Μονῆς ἦταν σηµαντική καί ὑπολογίσιµη, τόσο σέ ἐδαφικές ἐκτάσεις ὅσο καί σέ ὑποστατικά. Ἄν καί ἡ δεύτερη περίοδος ἄνθισης τῆς Μονῆς διήρκεσε ἕως καί τά πρῶτα χρόνια µετά τήν ἀπελευθέρωση ἀπό τόν Ὀθωµανικό ζυγό, ἐντούτοις διαπιστώνεται µία µείωση τῆς περιουσιακῆς της εὐρωστίας, σέ σχέση µέ τά χρόνια τῆς ἀκµῆς της.

GIA SITE_Page_1_Image_0020GIA SITE_Page_1_Image_0021

Μετόχιο τῆς Μονῆς ἦταν καί ὁ βυζαντινός ναός τῆς Παναγίας πού βρισκόταν δίπλα στό κοιµητήριο τῆς Παλαιοπαναγιᾶς. Ἀπό αὐτόν τόν ναό προέκυψε καί τό ὄνοµα τοῦ χωριοῦ, καθώς ἡ ὀνοµασία «Παλαιά Παναγιά» προϋπῆρχε τοῦ οἰκισµοῦ, καί δήλωνε τήν περιοχή τῆς Μονῆς µέ τά ἐρείπια τῆς βυζαντινῆς ἐκκλησίας. Σήµερα, δυστυχῶς, ὁ ναός αὐτός εἶναι κατεστραµµένος, καί σώζονται ἐλάχιστα µόνο µάρµαρα ἀπό τόν ἐσωτερικό του διάκοσµο, ἀριστουργηµατικά σκαλισµένα. Ἔργο τῆς Μονῆς τοῦ Κούµπαρη εἶναι καί ἡ Παλιά Ἐκκλησία τοῦ χωριοῦ, ὅπως µᾶς ὑπενθυµίζει ἡ ἀνάγλυφη ἐπιγραφή τοῦ 1825, πού ἀναφέρει ἀντιπροσωπευτικά τόν Ἡγούµενο τῆς Μονῆς Γρηγόριο Ἱεροµόναχο ὡς κτίτορα. Ἀφιερωµένη κι αὐτή στήν Κοίµηση τῆς Θεοτόκου, σέ διαδοχή τοῦ παλαιότερου βυζαντινοῦ ναοῦ. Σηµαντικότατη ὑπῆρξε καί ἡ ἐκπαιδευτική συµβολή τῆς Μονῆς πρός τούς ὑπόδουλους Ἕλληνες τῶν γειτονικῶν οἰκισµῶν. Ἡ προφορική παράδοση τοῦ τόπου θέλει, στά χρόνια τῆς σκλαβιᾶς νά προσέρχονται σέ αὐτήν τά παιδιά τῶν χριστιανῶν, γιά νά µάθουν γραφή κι ἀνάγνωση. Οἱ παλαιότεροι δέ, ὑποδείκνυαν καί τόν χῶρο ὅπου λειτουργοῦσε τό ἄτυπο ἐκεῖνο διδασκαλεῖο τῆς Μονῆς.

Τό 1826 τό µοναστήρι κατακαίεται ἀπό τά στρατεύµατα τοῦ Ἰµπραήµ Πασᾶ. Κατόπιν οἱ λιγοστοί µοναχοί, µέ πρωτοστάτη τόν Καθηγούµενο Γρηγόριο, καί ὑπό δυσχερεῖς συνθῆκες θά καταφέρουν νά ἀναστηλώσουν τά δύο κελιά τῆς ἀνατολικῆς πτέρυγας, χωρίς ὡστόσο νά µπορέσουν νά ἐπαναφέρουν τό µοναστήρι στήν ἀρχική του αἴγλη. Τελικά, µέ διάταγµα τοῦ Ὄθωνα, ἡ Μονή διαλύεται τό 1834, καθώς δέν διέθετε πάνω ἀπό ἕξι µοναχούς, πού ἀπαιτοῦσε ὁ νόµος. Στή συνέχεια καί συγκεκριµένα τό 1836, ἀρχίζει ἡ δήµευση τοῦ µεγαλύτερου µέρους τῆς περιουσίας της. Τό 1838 λειτουργεῖ στήν Παλαιοπαναγιά σέ κτήριο της «διαλελυµένης Μονῆς τῆς Παναγίας τοῦ Κούµαρη», τό πρῶτο «Διδακτήριον» τοῦ Δήµου Φάριδος. Τήν ἴδια χρονιά, ὁ τελευταῖος Ἡγούµενος τοῦ Κούµαρη Ἀνατόλιος καί οἱ κάτοικοι τῶν Ἀνωγείων, τῆς Παλαιοπαναγιᾶς καί τοῦ Ξηροκαµπίου ἐκζητοῦν ἐνυπόγραφα ἀπό τήν «Ἐπί τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Βασιλικήν Γραµµατείαν τῆς Ἐπικρατείας», τήν διατήρηση τῆς Μονῆς. Τό ἴδιο αἴτηµα ἀπευθύνει ἀτελέσφορα καί τό Δηµοτικό Συµβούλιο τοῦ Δήµου Φάριδος.

Ὕστερα ἀπό τήν ἀµετάκλητη ἀπόφαση διάλυσής της, προσαρτᾶται ὁριστικά στή “διατηρουµένην” Ἱερά Μονή Γόλας µέχρι τό 1922. Στίς δύο πρῶτες δεκαετίες τοῦ 1900, µετέβαινε στοῦ Κούµπαρη καὶ διακονοῦσε κατά διαστήµατα, ὁ νεαρός τότε µοναχός καί µετέπειτα τελευταῖος Καθηγούµενος τῆς Γόλας Ἱερόθεος, κατά κόσµον Ἰωάννης Σαραντάκος ἀπό τήν Παλαιοπαναγιά. Ὁ Ἱεροµόναχος Ἱερόθεος ὑπῆρξε µιά ἐµβληµατική πνευµατική προσωπικότητα τῆς περιοχῆς γιά τήν ἐποχή ἐκείνη, µέ ἦθος µοναχικό καί παρουσία ἱεροπρεπῆ.

GIA SITE_Page_1_Image_0015GIA SITE_Page_1_Image_0016

Ἀπό τό 1922 ἕως σήµερα ἡ Μονή διοικητικά ὑπάγεται ὡς µετόχι στήν Ἱερά Μονή Ζερµπίτσης, ἐνῶ λειτουργικά ἐξυπηρετεῖται ἀπό τόν ἑκάστοτε ἐφηµέριο τῆς ἐνορίας τῆς Παλαιοπαναγιᾶς. Οἱ κάτοικοι τοῦ χωριοῦ, σέ ἀναγνώριση τῆς πνευµατικῆς καί ὑλικῆς προσφορᾶς τῆς Μονῆς πρός τήν κοινότητά τους, φροντίζουν τό µοναστήρι καί πανηγυρίζουν σέ αὐτό τήν ἑορτή τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς, ἤδη ἀπό τίς ἀρχές τῆς δεκαετίας τοῦ 1950. Ἡ Μονή εἶναι χαρακτηρισµένη ὡς «διατηρητέο θρησκευτικό µνηµεῖο» µέ τήν Υ. Α. 15904 /24-11-62,ΦΕΚ473/Β/17-12-62.

koubari3GIA SITE_Page_1_Image_0018

Στά χρόνια τῆς ἀρχιερατείας τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Μονεµβασίας καί Σπάρτης κ.κ. Εὐσταθίου, περίοδο γενικώτερης ἀνασυγκρότησης καί ἄνθισης τῶν µοναστικῶν καθιδρυµάτων τῆς ἐπαρχίας του, ἔλαβαν χώρα καί στήν Μονή τοῦ Κούµπαρη σηµαντικές σωστικές ἐπεµβάσεις στά ἐναποµείναντα κτίσµατα, µέ δαπάνη καί φροντίδα τόσο τοῦ φιλοµονάχου ἐπισκόπου ὅσο καί τῆς κυρίαρχης Μονῆς. Ἐπίσης, µέ πρωτοβουλία καί χρηµατοδότηση τοῦ Συλλόγου Γυναικῶν Παλαιοπαναγιᾶς καί ὑπό τήν ἐπιστηµονική ἐπίβλεψη τῶν στελεχῶν τῆς Ε΄ Ἐφορίας Βυζαντινῶν Ἀρχαιοτήτων Σπάρτης, πραγµατοποιήθηκε ἀνακεράµωση τῆς στέγης τοῦ καθολικοῦ, ἔγινε καθαρισµός καί συντήρηση τῶν τοιχογραφιῶν, καθώς καί ἁρµολόγηση τῆς ἐξωτερικῆς τοιχοποιίας τοῦ ναοῦ. Ἀναµφίβολα, σταθµός στήν νεώτερη ἱστορία τῆς Μονῆς παραµένει ὁ Αὔγουστος τοῦ 1999, ὅπου ὁ Σεβ. Μητροπολίτης κ. Εὐστάθιος ἐτέλεσε τήν ἱερά Παράκληση τῆς Παναγίας στό κατανυκτικό καθολικό τῆς Μονῆς, µέ τήν προσευχητική συµµετοχή ἑκατοντάδων προσκυνητῶν.

Στίς µέρες µας, ἡ Ἱερά Μονή Θεοµήτορος 

GIA SITE_Page_1_Image_0019Ἐλεούσης, τό µοναστήρι τοῦ Κούµπαρη ἀντιστέκεται σιωπηλά καί γενναῖα στήν φθορά πού ἐπιφέρει ὁ πανδαµάτωρ χρόνος. Μέ ἐγκαρτέρηση καί ὑποµονή προσδοκᾶ τόν νέο κτίτορα καί ἀνακαινιστή της, ἀπαντέχοντας νά ἐναγκαλισθεῖ «στρουθία µονάζοντα ἐπί δόµατος», γιά νά σηµάνουν τό ἀφυπνιστικό σήµαντρο καί νά ἀναπέµψουν ἱκετευτικές ὑµνωδίες «εἰς τιµήν καί δόξαν» τῆς Θεοµήτορος Ἐλεούσης.

Τό κείµενο αὐτό – γιά τό ὁποῖο ἐργάστηκαν οἱ Παλαιοπαναγίτες µ. Ν. Κ. (Σ. Τ.) καί Δ. Η. Χ. – γράφτηκε τόν Ἰανουάριο τοῦ 2021 ὡς ἐλάχιστη συµβολή στήν ἐπέτειο τῶν 200 χρόνων ἀπό τήν ἔναρξη τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης. Συνοδεύεται µέ τήν ἐλπίδα καί τήν εὐχή: οἱ νέοι ἐπιστήµονες, θεολόγοι, ἱστορικοί, ἀρχαιολόγοι νά ἐγκύψουν µέ ἐνδιαφέρον καί εὐλάβεια στήν πατρογονική µας κληρονοµιά, γιά νά δώσουν “φωνή” στούς σιωπηλούς λίθους καί τίς ἀνεξερεύνητες δέλτους… πού κρύβουν µέσα τους τήν ἱστορία καί τόν πλοῦτο τῶν ἀξιῶν τοῦ γένους µας. Ἀφιερώνεται δέ, µέ βαθειά εὐγνωµοσύνη – γιά πολλούς λόγους, στον Σεβασµιώτατο Γέροντα Μητροπολίτη Μονεµβασίας καί Σπάρτης κ.κ. Εὐστάθιο, µέγα κοινοβιάρχη καί πατέρα τῶν µοναχῶν τῆς Λακεδαίµονος.

Πηγές

1.Tό βιβλίο του Παλαιοπαναγίτη, φιλολόγου – ἱστορικοῦ καί συγγραφέα, Δηµητρίου Κατσαφάνα, µέ τίτλο “Στη Σκιά τουΤαϋγέτου”, Αθήνα 1989.

2. Acta et Diplomata (V) Graeca Medii Aevi Sacra et Profana / Collecta et Ediderunt F. Miklosich et I. Muller., Vindobonae 1860-1890.

3. Ἑλένη Δ. Μπέλια, Πελοποννησιακά, τόµος ΙΣΤ / Μοναστηριακά Πελοποννήσου κατά την Καποδιστριακή Περίοδο, Ἀθήνα 1986.

4. Μοναί Ἐπαρχίας Λακεδαίµονος: Θεοτόκου Κοίµησις, ἤ Κούµαρη. (Μονή διαλελυµένη). – Δῆµος Φάριδος, Γενικά Ἀρχεῖα τοῦ Κράτους, Ἀρχεῖο Μοναστηριακῶν (1833-1886).

5. Τάσος Γριτσόπουλος, Μονή Κούµπαρη Λακωνίας, Λακωνικαί Σπουδαί, τοµ. Α΄, Ἀθήνα 1972.

6. Ἀγορίτσα Τσέλιγκα – Ἀντουράκη, Τό καθολικό τῆς Μονῆς τῆς Θεοτόκου Αἰµυαλῶν καί οἱ Ναυπλιεῖς ἀδελφοί ζωγράφοι Δηµήτριος καί Γεώργιος Μόσχος. Προσέγγιση στό ἔργο τοῦ ἐργαστηρίου καί ἡ θέση του στή µεταβυζαντινή ζωγραφική τῆς Πελοποννήσου τοῦ 17ου αἰ, Ἀθήνα 2011 (διδακτορική διατριβή, δηµοσιευµένη στήν ἱστοσελίδα τῆς Ἀκαδηµίας Ἀθηνῶν).

Last modified on Τρίτη, 27 Αυγούστου 2024 23:13