"Πειραγμένες" οι αντλίες στο 27% των πρατηρίων καυσίμων

Γιγαντώνονται τα φαινόμενα παραβατικότητας στην αγορά καυσίμων, που επιβαρύνουν πολλαπλώς καταναλωτές και Δημόσιο και εκτοπίζουν υγιείς εταιρείες του κλάδου που δεν μπορούν να αντέξουν τον αθέμιτο ανταγωνισμό. Και βέβαια δεν θα μπορούσε να ήταν αλλιώς, όταν σειρά από νομοθετικές παρεμβάσεις για την πάταξη της παραβατικότητας - από το 2012 που ψηφίστηκε ο πρώτος νόμος μέχρι και τον πιο πρόσφατο και "θαρραλέο" της δέουσας επιμέλειας τον Δεκέμβριο του 2023– μένουν στα χαρτιά και ο κρατικός ελεγκτικός μηχανισμός παραμένει κατακερματισμένος και αποδυναμωμένος από άποψη ανθρώπινου δυναμικού.

Σύμφωνα με έρευνα του Εθνικού Μετσόβειο Πολυτεχνείου, την οποία έφερε στο φως η εφημερίδα Καθημερινή, οι "πειραγμένες" αντλίες παραδίδουν στον καταναλωτή μικρότερες ποσότητες από αυτές που πληρώνει. Σημειώνεται ότι στην Αττική πραγματοποιείται πάνω από το 50% των πωλήσεων καυσίμων στη χώρα. Τo 27% των πρατηρίων, σύμφωνα με την έρευνα, είναι παραβατικά, με τις ποσότητες που παραδίδουν στους πελάτες τους να είναι ελλειμματικές σε ποσοστό που φτάνει μέχρι και 24% και για το μεγαλύτερο μέρος του δείγματος στο 10%. Παρατηρείται μάλιστα μια διαχρονική αύξηση και ενίσχυση της παραβατικότητας τα τελευταία χρόνια τόσο σε αριθμό πρατηρίων όσο και σε ελλειμματικές παραδόσεις.

Το ποσοστό των παραβατικών πρατηρίων από 4% το 2011 έφτασε το 15% το 2016, το 19% το 2019, το 20% το 2021 και εκτινάχθηκε στο 27% το 2023, καταγράφοντας αύξηση 35% στο διάστημα των δύο τελευταίων ετών. Αντιστοίχως, το ποσοστό των ελλειμματικών παραδόσεων από 2%-7% το 2011 έφτασε έως και 10% το 2016, έως 17% το 2019, έως 20% το 2021 και έως 24% το 2023, καταγράφοντας αύξηση 30% μέσα στα τρία τελευταία χρόνια.

Η έρευνα προχωράει και σε μια εκτίμηση για τα ποσά που χάνουν οι καταναλωτές με τη μέθοδο της "πειραγμένης" αντλίας. Ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι τα πρατήρια στην υπόλοιπη Ελλάδα είναι απολύτως νόμιμα και ότι μόνο 300 (που αντιστοιχούν στο 27% του συνόλου των πρατηρίων της Αττικής και της Θεσσαλονίκης) είναι παραβατικά, με μέσες ετήσιες πωλήσεις ανά παραβατικό πρατήριο 2.500 μετρικούς τόνους, οι καταναλωτές χάνουν ετησίως 120 εκατ. ευρώ. Για κάθε επιπλέον 50 παραβατικά πρατήρια οι καταναλωτές χάνουν 20 εκατ. ευρώ και για κάθε μεταβολή των πωλήσεων των παραβατικών πρατηρίων κατά 500 μετρικούς τόνους χάνουν άλλα 24 εκατ. ευρώ. Οι καταναλωτές δεν είναι ανυποψίαστοι αυτής της κλοπής, που πολλές φορές συντελείται μπροστά στα μάτια τους με απίστευτη θρασύτητα, είναι όμως παντελώς απροστάτευτοι.

Πρόσθετες πιέσεις στο υγιές κομμάτι της αγοράς ασκεί, σύμφωνα με το ρεπορτάζ, το πλαφόν στο περιθώριο κέρδους που επιβλήθηκε ως έκτακτο μέτρο το 2020 στο πλαίσιο αντιμετώπισης της πανδημίας, με αρχική ισχύ έως 30.6.21 και σταδιακά επεκτείνεται ανά εξάμηνο, με ισχύ σήμερα έως και τέλος του 2024. Το πλαφόν δεν επιτρέπει στα πρατήρια και στις εταιρίες περιθώριο μεγαλύτερο από το έτος αναφοράς, που είναι το 2021. Ωστόσο, μεταξύ του 2021 και του 2024 εταιρείες εμπορίας και πρατήρια έχουν επιβαρυνθεί με αύξηση χρηματοοικονομικού κόστους κατά 152% (από 2,5% σε 6,3%), αύξηση πληθωρισμού 9% το 2023 και 4,5% το 2024, αύξηση μεταφορικού κόστους τόσο στα βυτιοφόρα όσο και στα δεξαμενόπλοια και αύξηση του κατώτατου μισθού. 

Όλο και περισσότεροι πρατηριούχοι, σύμφωνα με εκπροσώπους του κλάδου, αναγκάζονται να πουλήσουν ή να νοικιάσουν την επιχείρησή τους και οι μόνοι, που για ευνόητους λόγους έχουν την οικονομική δυνατότητα να τα πάρουν είναι οι παραβατικοί, αφού αντλούν τεράστια έσοδα από τα καύσιμα.

Πηγή: kathimerini.gr