
.© 2023 laconiatv.gr. All Rights Reserved. Designed By hit-media.gr
«Σήμερα, 29 Ιουλίου, ημέρα γενεθλίων του Μίκη Θεοδωράκη, το Υπουργείο Πολιτισμού ανακηρύσσει το 2025, ως «Αφιερωματικό Έτος Μίκη Θεοδωράκη», καθώς συμπληρώνονται 100 χρόνια από τη γέννησή του. Η πρωτοβουλία μας συνιστά τον απειροελάχιστο φόρο τιμής στην κληρονομιά του, αλλά και ευκαιρία να επανακτιμήσουμε τον βίο του, να επαναβιώσουμε, μέσω ενός πολύπλευρου προγράμματος δράσεων, το έργο του».
Γεννημένος σαν σήμερα 29 Ιουλίου, το 1925 στη Χίο, ο Μίκης Θεοδωράκης υπήρξε αναμφισβήτητα ένας παγκόσμιος Έλληνας που σημάδεψε με το έργο του και εν γένει με την προσωπικότητά του την ιστορία της χώρας μας σε καλλιτεχνικό και πολιτικό επίπεδο. Ακόμα και αν διαφωνούσε κανείς μαζί του με τις εκάστοτε τοποθετήσεις του, δέος, αγάπη και σεβασμός είναι τρεις λέξεις που σε πλημμυρίζουν όταν αναλογίζεσαι όσα πρόσφερε αυτός ο άνδρας με το γιγαντιαίο έργο του. Ταξίδεψε την Ελλάδα στις τέσσερις γωνιές του πλανήτη και όπου στάθηκε δίδαξε ήθος, πολιτισμό, αγωνιστικότητα, επιμονή και ανθρωπιά.
Η μητέρα του ήταν από το Τσεσμέ της Μικράς Ασίας και ο πατέρας του Κρητικός, από τον Γαλατά Χανίων ανώτερος δημόσιος διοικητικός υπάλληλος και εξαιτίας των συχνών μεταθέσεών του, ο Μίκης Θεοδωράκης έζησε τα παιδικά του χρόνια στη Μυτιλήνη, τη Σύρο, την Αθήνα, τα Γιάννενα, όπου γεννήθηκε ο μικρότερος αδελφός του, Γιάννης, το Αργοστόλι, τον Πύργο Ηλείας, την Πάτρα, την Τρίπολη. Η πρώτη μουσική που αγάπησε ήταν τα ριζίτικα που τραγουδούσε ο παππούς του, αλλά στο Αργοστόλι ήρθε σε επαφή με την ιταλική μουσική κουλτούρα, χάρη στη Φιλαρμονική Ορχήστρα, μέσω της οποίας στράφηκε στη μουσική. Στην Πάτρα γράφτηκε στο ωδείο, απέκτησε το πρώτο του βιολί και άρχισε να συνθέτει τα πρώτα του έργα. Ήταν 12 ετών όταν έγραψε ένα παιδικό τραγούδι.
Στη συνέχεια, στην Τρίπολη, έγραψε εκκλησιαστική μουσική και ανακάλυψε τον κομμουνισμό. Στα 17 του χρόνια άκουσε την Ενάτη Συμφωνία του Μπετόβεν που ακουγόταν σε μια γερμανική ταινία και ερωτεύτηκε την κλασική μουσική ακαριαία. Όταν το 1943 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα παρακολούθησε μαθήματα μουσικής στο Κρατικό Ωδείο με τον τότε διευθυντή της ΚΟΑ, Φιλοκτήτη Οικονομίδη και παράλληλα ανακάλυψε την εθνική αντίσταση και πέρασε στις γραμμές της ΕΠΟΝ. Εκεί, στα 19 του χρόνια, γνώρισε την Μυρτώ Αλτίνογλου και την ερωτεύτηκε. Συμμετείχε στη μεγαλειώδη συγκέντρωση των Δεκεμβριανών στο Σύνταγμα και το 1947 συνελήφθη και στάλθηκε στην εξορία, στην Ικαρία. Απελευθερώθηκε γρήγορα αλλά επέστρεψε τον Ιούλιο εκείνης της χρονιάς και έγραψε 61 συμφωνικά έργα. Μεταφέρθηκε στη Μακρόνησο όπου γνώρισε τον Γρηγόρη Μπιθικώτση και μετά από έναν άγριο ξυλοδαρμό από δεσμοφύλακα νοσηλεύθηκε στο 401 Στρατιωτικό Νοσοκομείο όπου τον παρέλαβε ο πατέρας του για να τον μεταφέρει, χάρη στις γνωριμίες του, στην Κρήτη. Επιστρέφοντας στην Αθήνα, ο Μάνος Χατζιδάκις τον σύστησε στη Ραλού Μάνου και το 1953 παρουσίασε το πρώτο του μουσικό χορόδραμα «Ορφέας και Ευριδίκη». Κέρδισε υποτροφία για το Παρίσι και έκανε πρόταση γάμου στη Μυρτώ.
Στη γαλλική πρωτεύουσα το ταλέντο και η φήμη του ανέβηκαν σε άλλες σφαίρες και το 1958 το Covent Garden του Λονδίνου, του παρήγγειλε την «Αντιγόνη» για το Βασιλικό Μπαλέτο. Όταν ο Γιάννης Ρίτσος του έστειλε τον «Επιτάφιό» του, ο Μίκης Θεοδωράκης αποφάσισε αμέσως να τον μελοποιήσει και όταν επέστρεψε στην Ελλάδα τον ηχογράφησε με συμφωνική ορχήστρα και στο μπουζούκι τον Μανώλη Χιώτη. Όταν αργότερα ο Οδυσσέας Ελύτης του έδωσε το ποίημα του «Αξιον Εστί», ο Μίκης είδε εκεί ολόκληρη την Ελλάδα και το μελοποίησε μέσα σε μία εβδομάδα. Αργότερα, μελοποίησε και άλλον μεγάλο ποιητή, τον Γιώργο Σεφέρη και πιο συγκεκριμένα στην «Επιφάνεια» ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης ερμήνευσε το «Στο περιγιάλι το κρυφό» και κέρδισε τις καρδιές του κόσμου.
Το «Μάουτχαουζεν» του 1965 με την Μαρία Φαραντούρη να τραγουδάει συγκλονιστικά τις απάνθρωπες εμπειρίες του Ιάκωβου Καμπανέλλη στο ομώνυμο στρατόπεδο και η «Ρωμιοσύνη» του Γιάννη Ρίτσου, πάλι με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση είναι δύο από τα έργα της εποχής που έμειναν ανεξίτηλα στην ιστορία. Παράλληλα, ήδη από τη δεκαετία του ’50 έγραφε μουσική για τον κινηματογράφο όπως για την ταινία «Συνοικία το όνειρο» του Αλέκου Αλεξανδράκη το 1961 στο οποίο έκανε τεράστια επιτυχία με το «Βρέχει στη φτωχογειτονιά» ερμηνευμένο φυσικά από τον Γρηγόρη Μπιθικώτση. Έγραψε επίσης τη μουσική στις ταινίες «Ηλέκτρα» και «Ζορμπάς» του Μιχάλη Κακογιάννη με το δεύτερο να μένει στην ιστορία του κινηματογράφου με το περίφημο συρτάκι του Αντονι Κουίν με τον Αλαν Μπέιτς.
Η δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη στις 27 Μαΐου 1963, ήταν ένας ακόμα μεγάλος σταθμός στη διαδρομή του Μίκη Θεοδωράκη. Ο ίδιος τέθηκε επικεφαλής του κινήματος των Λαμπράκηδων και παράλληλα υπέγραψε με τον Μάνο Χατζιδάκι και τον Μιχάλη Κακογιάννη την θεατρική παράσταση «Μαγική πόλη» που ήταν εμπνευσμένη από τη δολοφονία του «αγωνιστή της Δημοκρατίας». Στη συνέχεια υπέγραψε και τη μουσική της ταινίας «Ζ» του Κώστα Γαβρά η οποία χάρισε στον δημιουργό της το Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας, ενώ απέσπασε και το Όσκαρ καλύτερου μοντάζ το 1970.
Με τη δικτατορία του 1967 τα τραγούδια του Μίκη απαγορεύτηκαν, ενώ οι ίδιος συνελήφθη τον Αύγουστο εκείνης της χρονιάς όπου οδηγήθηκε στα κρατητήρια της Μπουμπουλίνας και βασανίστηκε. Αργότερα μεταφέρθηκε στις φυλακές Αβέρωφ και μετά στη Ζάτουνα Αρκαδίας, σε κατ’ οίκον περιορισμό, μαζί με την οικογένειά του. Όταν οδηγήθηκε στις φυλακές Ωρωπού, μεγάλη διεθνής κινητοποίηση γνωστών προσωπικοτήτων (Λόρενς Ολίβιε, Χάρολντ Πίντερ, Άρθουρ Μίλερ, Έντουαρντ Άλμπι, Ντμίτρι Σοστακόβιτς κ.α.) υποχρέωσε τους πραξικοπηματίες να τον αφήσουν, τον Απρίλιο του 1970, να φύγει για το Παρίσι όπου ξεκίνησε αντιδικτατορικό αγώνα. Ταξίδεψε με την ορχήστρα που έφτιαξε, σε όλο τον κόσμο και στη Χιλή συνάντησε τον νομπελίστα Πάμπλο Νερούδα ο οποίος του έδωσε το έργο του «Κάντο Χενεράλ» για να το μελοποιήσει.
Ακολούθησαν έργα όπως τα «18 λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας» του Γιάννη Ρίτσου, η μουσική της ταινίας του Κώστα Γαβρά «Κατάσταση πολιορκίας» και του Σίντνεϊ Λιούμετ, «Σέρπικο» με τον Αλ Πατσίνο, το «Τίτο» με τον Ρίτσαρντ Μπάρτον και την Ειρήνη Παππά, την «Πρόβα» του Ζιλ Ντασέν με την Μελίνα Μερκούρη κ.α.
Με την μεταπολίτευση και την επιστροφή του στην Ελλάδα, οι συναυλίες του γέμιζαν στάδια αλλά στις πρώτες ελεύθερες εκλογές του 1974 δεν κατάφερε να εκλεγεί βουλευτής με την Ενωμένη Αριστερά. Αυτό συνέβη το 1981 με το ΚΚΕ στη Β’ Πειραιά, ενώ το 1985 ήταν πρώτος στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας του κόμματος. Το 1983 η πρώην ΕΣΣΔ του απένειμε το βραβείο Λένιν για την ειρήνη.
Το 1990, με αφορμή το σκάνδαλο Κοσκωτά, ο Μίκης πέρασε στις γραμμές της Νέας Δημοκρατίας και τρίτος στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας του κόμματος. Έμεινε για λίγο στην κυβέρνηση Μητσοτάκη ως υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου και παραιτήθηκε και το 1994 κλήθηκε να παρουσιάσει το «Μάουτχαουζεν» και τον ύμνο της Παλαιστίνης με την Μαρία Φαραντούρη στο Όσλο όπου υπογράφηκε η συμφωνία Πέρες-Αραφάτ.
Η μουσική του διαδρομή ασφαλώς συνεχίστηκε παράλληλα με την πολιτική του δραστηριότητα. Το 1993 ανέλαβε γενικός διευθυντής των Μουσικών Συνόλων της ΕΡΤ και υπέγραψε τις όπερες «Ηλέκτρα» (1995), «Αντιγόνη» (1998), «Κώστας Καρυωτάκης» (2000) και «Λυσιστράτη» (2002). Το 1992, κατά την τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων της Βαρκελώνης, η ολυμπιακή σημαία εισήλθε στο στάδιο, ενώ η Αγνή Μπάλτσα τραγουδούσε το «Σώπα, όπου να 'ναι θα σημάνουν οι καμπάνες» και ο Μίκης διηύθυνε στο πόντιουμ.
Το 2015 με την εκλογή ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση, ο Μίκης Θεοδωράκης στήριξε την πρώτη αριστερή κυβέρνηση αλλά αργότερα άρχισε να ασκεί δριμεία κριτική με αποκορύφωμα τη Συμφωνία των Πρεσπών. Συμμετείχε στο μεγάλο συλλαλητήριο της 4ης Φεβρουαρίου του 2018 για τη Μακεδονία στην πλατεία Συντάγματος και τόνισε: «περιφρονώ τον φασισμό σε όλες του τις μορφές, προπαντός στην πιο απατηλή και επικίνδυνη μορφή του, την αριστερόστροφη». Οι σχέσεις του με την Αριστερά ολοκληρώθηκαν κάπου εκεί αλλά το ογκώδες έργο του και τα τραγούδια του δεν σταμάτησαν να αγαπιούνται από τον κόσμο, άσχετα με την πολιτική τοποθέτηση του καθενός.
Ο θάνατός του στα 96 του χρόνια, στις 2 Σεπτεμβρίου του 2021 βύθισε στο πένθος την Ελλάδα και τον κόσμο που στο πρόσωπό του είδε έναν φλογερό και αιώνιο αγωνιστή της δημοκρατίας και της ελευθερίας.
Πίσω του άφησε τη σύζυγό του Μυρτώ, τα παιδιά του, Μαργαρίτα και Γιώργο και μια τεράστια παρακαταθήκη για όλους τους Έλληνες και τους θαυμαστές του έργου του σε όλο τον κόσμο.
Πηγή: https://www.newsbomb.gr/