Γράφει ο Β. Μητράκος: Η «καγκελαρία» του Γυμνασίου Αρρένων Σπάρτης

-Και ακούστε καλά! Απαγορεύεται αυστηρώς να πλησιάζετε κατά τα διαλείμματα εις την καγκελαρίαν! 

Πας όστις συλληφθεί θα συλλαμβάνεται!!!

Αυτή ήταν, μεταξύ άλλων πολλών (κάποτε) η αυστηρή προειδοποίηση-διαταγή του Γυμνασιάρχη μας, στο Γυμνάσιο Αρρένων Σπάρτης, όταν, κάθε πρωί, συγκεντρωνόμαστε «εν παρατάξει» μπροστά στην κεντρική είσοδο του Γυμνασίου μας, για να κάνουμε έπαρση Σημαίας και στη συνέχεια Προσευχή, πριν μπούμε στις τάξεις.

«Καγκελαρία» κατά τον σολοικισμό του Γυμνασιάρχη μας δεν ήταν  παρά τα κάγκελα που περιέβαλλαν (και περιβάλλουν ακόμα) το τότε Γυμνάσιο Αρρένων Σπάρτης και η προειδοποίηση-διαταγή αφορούσε τη συνήθεια των μαθητών να κολλάνε, κυριολεκτικά, στα κάγκελα του Γυμνασίου Αρρένων,  κατά τα διαλείμματα, για να αλληλοκοιταχτούν με τις μαθήτριες του Γυμνασίου Θηλέων, το οποίο βρισκόταν ακριβώς απέναντι. 

Βλέπεις, τα σχολικά ήθη εκείνων των καιρών ήταν υπέρ του δέοντος αυστηρά και, κάποιες φορές, απάνθρωπα και τελείως αντιπαιδαγωγικά. Σαν παιδιά και σαν μαθητές ζήσαμε σ’ ένα καθεστώς διαρκών, σκληρών και, μερικές φορές, ανεξήγητων και παράλογων απαγορεύσεων, ανάμεσα στις οποίες ήταν και η απαγόρευση συναναστροφής αγοριών και κοριτσιών. Για τον λόγο αυτό, άλλωστε, και τα Γυμνάσια της εποχής ήταν παλαιόθεν διαχωρισμένα σε «ΑΡΡΕΝΩΝ» και «ΘΗΛΕΩΝ», θεσμός που άρχισε να καταργείται στα μέσα της δεκαετίας του 1970 και ολοκληρώθηκε γύρω στο 1982!!! 

Έτσι, τόσο στο σχολείο όσο κι έξω απ’ αυτό, η φύση του ανθρώπου παραβιαζόταν κατάφωρα και τα αγόρια και τα κορίτσια  βρίσκονταν, αναγκαστικά, σε «στρατόπεδα» χωριστά. 

Απ’ τη μια μεριά, λοιπόν, τα αγόρια  του Αρρένων, από την άλλη τα κορίτσια του Θηλέων, κι ανάμεσά τους σιδερένια κάγκελα, βλέμματα σιωπηρά, ματιές γεμάτες αναζήτηση και προσμονή, ματαιωμένες χαρές και  χτυποκάρδια κρυφά, μέχρι κάποιος καθηγητής να έρθει και να μας διώξει από τα κάγκελα.

Κι όμως εκείνες οι στιγμές στην καγκελαρία ήταν γεμάτες από γλυκιά ταραχή, αισθήματα ευγενικά, μάτια που έψαχναν άλλα μάτια, μικρά χαμόγελα που έβγαζαν φτερά και πετούσαν από την μια καγκελαρία στην άλλη,  χέρια νεανικά που σηκώνονταν δειλά για γνέψουν στον/στην απέναντι πως: «ΝΑΙ είμαι εδώ … ΝΑΙ σε βλέπω … ΝΑΙ σε σκέφτομαι … ΝΑΙ σ’ αγαπάω κι ας μην ιδωθούμε ποτέ από κοντά.» 

Χρόνια αργότερα, διάβασα το βιβλίο «Μαουτχάουζεν» του Ιάκωβου Καμπανέλη. Ο συγγραφέας έμεινε έγκλειστος δυο χρόνια στο φοβερό αυτό ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης της Αυστρίας  κι έζησε όλη τη φρίκη των ανθρώπων που βρέθηκαν εκεί. Ταυτόχρονα, όμως, έζησε και το θαύμα της ψυχής του ανθρώπου, η οποία μπορεί να μένει αγνή και ανέγγιχτη ακόμα και σ’ ένα κολασμένο και απάνθρωπο περιβάλλον εξόντωσης και θανάτου. Διαβάζοντας το βιβλίο συγκλονίστηκα, κυριολεκτικά, όταν έφθασα στο σημείο εκείνο στο οποίο ο συγγραφέας περιγράφει πώς οι γυναίκες και οι άντρες του στρατοπέδου, που βρίσκονταν χωριστά, πλησίαζαν στα αγκαθωτά συρματοπλέγματα τα οποία τους χώριζαν και κοιτάζονταν, παίρνοντας ανάσες ζωής, ανθρωπιάς, ελπίδας και αγάπης, για να αντέξουν στα απάνθρωπα βασανιστήρια και στη διαρκή απειλή του θανάτου και να μην ξεχάσουν πως είναι Άνθρωποι. 

2_28.jpg

«Τον καιρό εκείνο, κάθε Κυριακή που δε δουλεύαμε, στέκαμε ώρες ολόκληρες και κοιτάζαμε τις γυναίκες, που και κείνες βγαίναν απ' τ' αντίσκηνα και μας κοιτάζανε. 

Η απόσταση που μας χώριζε ήταν μεγάλη. Είναι ζήτημα αν θα μπορούσαμε να συνεννοηθούμε κι αν ακόμη φωνάζαμε. Κάτι τέτοιο φυσικά κανείς δεν ξεθάρρευε να το δοκιμάσει. Ούτε χρειαζόταν. Αυτό το σιωπηλό αλληλοκοίταγμα που περνούσε δυο φράχτες από συρματόπλεγμα δεν είχε ανάγκη από μιλιά.

Ήταν οι ώρες του έρωτα στο Μαουτχάουζεν.»

Μαουτχαουζεν, Ιάκωβος Καμπανέλης

1_26.jpg

Κάθε φορά που διαβάζω αυτό το απόσπασμα  ο νους μου πάει σ’ εκείνο το «Μαουτχάουζεν» του «Αρρένων» και του «Θηλέων» της Σπάρτης, ανατριχιάζω και σφίγγεται η καρδιά μου για τα λουλούδια της νιότης μας που τσαλαπατήθηκαν τόσο βάναυσα, μόνο και μόνο για να βγούμε στην κοινωνία σιδερωμένοι και υποτακτικοί, έτσι όπως μας ήθελαν οι «στρατοπεδάρχες» της εποχής και οι «Φύρερ», που έλεγχαν τη ζωή μας.

Παρ’ όλα αυτά για τους Καθηγητές μας και τους Γυμνασιάρχες μας έχουμε μόνο αισθήματα και μνήμες αγάπης. Ξέρουμε πως κι εκείνοι ήταν θύματα των καιρών όπως κι εμείς, πως κάποιοι τους πατούσαν βαριά με την μπότα τους κι εκείνοι, με τη σειρά τους, πατούσαν εμάς. Ίσως κι εμείς , αν είχαμε κάποιους κάτω από μας, να τους πατούσαμε με τη σειρά μας. 

 

Σπάρτη 14-10-2025

Βαγγέλης Μητράκος