.© 2023 laconiatv.gr. All Rights Reserved. Designed By hit-media.gr
Είναι ευρέως γνωστό πως οι γυναίκες κρυώνουν περισσότερο από τους άντρες. Αλλά αυτό το στερεότυπο έχει δημιουργηθεί περισσότερο από απλές παρατηρήσεις και όχι από ελεγχόμενες επιστημονικές μελέτες για το πώς αντιδρούν τα σώματα γυναικών και αντρών σε χαμηλές θερμοκρασίες.
Τώρα, μία νέα έρευνα του National Institutes of Health στις ΗΠΑ, βρήκε μηδενική διαφορά στην αντίληψη του κρύου σε ένα χώρο και πολύ μικρές διαφορές στις αντιδράσεις του σώματος σε αυτό.
Μία ομάδα 28 αντρών και γυναικών πέρασαν πέντε ώρες σε ένα δωμάτιο με ελεγχόμενη θερμοκρασία, φορώντας φανελάκια, σορτς ή φούστες και κάλτσες. Κάθε μέρα οι ερευνητές παρακολουθούσαν και κατέγραφαν την άνεσή τους και τις σωματικές αντιδράσεις, καθώς οι θερμοκρασίες μεταβάλλονταν από τους 17 στους 31 βαθμούς Κελσίου.
Η έρευνα κατέγραψε ελαφρώς υψηλότερη θερμοκρασία κορμού στις γυναίκες από ότι στους άντρες, σε χαμηλές θερμοκρασίες. Δεν υπήρχαν διαφορές στην καμπύλη ζαχάρου, στην ηλεκτρική δραστηριότητα των μυών, στη θερμοκρασία του δέρματος ή στη θερμογένεση. Παρόλο που συνολικά οι γυναίκες ήταν πιο μικρόσωμες από τους άντρες, αντιστάθμιζαν τη μικρότερη συνολική θερμότητα σώματος με το υψηλότερο ποσοστό λίπους στο σώμα τους.
Τα αποτελέσματα έδειξαν πως η θερμοκρασία άνεσης για τις γυναίκες ήταν στους 22 βαθμούς Κελσίου, ένα βαθμό χαμηλότερα από το μέσο όρο των αντρών. Αυτό υποδεικνύει πως καθώς πέφτει η θερμοκρασία, το γυναικείο σώμα δε χρειάζεται να καταναλώσει ενέργεια για να ζεσταθεί τόσο σύντομα όσο το αντρικό σώμα, δίνοντας στις γυναίκες ένα πιο “αρκτικό” θερμικό προφίλ.
Σε κάθε περίπτωση όμως, όταν η θερμοκρασία έπεφτε στους 17 βαθμούς, δεν υπήρχαν διαφορές στο ρίγος ή στην άνεση που ένιωθαν οι συμμετέχοντες στο δωμάτιο.
Οι κύριοι παράγοντες στις ατομικές διαφορές της ανθρώπινης θερμορύθμισης είναι φυσικά χαρακτηριστικά, συμπεριλαμβανομένων του μεγέθους και της σύνθεσης του σώματος, κάτι το οποίο μπορεί εν μέρει να αποδοθεί στα φύλα. Τα αποτελέσματα της έρευνας πρέπει να αναπαραχθούν σε μεγαλύτερη, πιο ευρεία δειγματοληπτική μελέτη για να βελτιωθεί η γενικοποίηση των συμπερασμάτων.
Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο PNAS.